Απόφαση 39/2018 ΣτΕ
Το Δικαστήριο, ακολουθώντας τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, δέχτηκε ότι η επιβολή της προβλεπόμενης από τον Τελωνειακό Κώδικα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κυρώσεως του πολλαπλού τέλους συνιστά, λόγω της αυστηρότητας και του αποτρεπτικού χαρακτήρα τούτου, «κατηγορία ποινικής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Παράλληλα, η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους διεξάγεται με τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από την ποινική διαδικασία που προβλέπεται για τον κολασμό της ιδίας παραβάσεως. Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ, το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει την διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εφόσον οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο. Ως παραδείγματα περιπτώσεων ελλείψεως τέτοιου ουσιαστικού και χρονικού συνδέσμου αναφέρονται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία επικαλείται στο σκεπτικό της απόφασής του το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι υποθέσεις, στις οποίες παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαρειά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά, καθώς και οι περιπτώσεις, όπου η αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια έλαβε χώρα πολλά χρόνια πριν την εξέταση της υπόθεσης από τα διοικητικά δικαστήρια.
Εξάλλου το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών (βλ. ΣτΕ 2951/2013, 2957/2013, 1713/2014, 1879/2014, 1184/2015, 2403/2015 κ.ά.).
Εν όψει των ανωτέρω αναφορικά με την φύση του πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας ως ποινής, κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και τις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της αρχής ne bis in idem, το Δικαστήριο έκρινε, τελικά, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία επιβλήθηκε για την ίδια παράβαση πολλαπλό τέλος, ενώ έγινε δεκτό ότι η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου περί αθώωσης του αναιρεσείοντος από την ποινική κατηγορία της λαθρεμπορίας για την οποία του είχε επιβληθεί το επίδικο πολλαπλό τέλος, δεν δεσμεύει το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο, κατά το σκέλος της που αναφέρεται στην επιβολή πολλαπλού τέλους παραβιάζει τον κανόνα ne bis in idem, (πρβλ. ΣτΕ 1992/2016 επταμ.) και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος αυτό η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου περί παραβιάσεως (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή) του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Αντιθέτως, είναι ορθό το σκέλος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που αφορά στον καταλογισμό των διαφυγόντων δασμών και στην επιβολή των αναλογουσών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, καθώς αυτές δεν αποτελούν «ποινικές κυρώσεις» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της ΕΣΔΑ και του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, ο, δε, νόμιμος καταλογισμός αυτών δεν προϋποθέτει αναγκαίως την διάπραξη λαθρεμπορικής παραβάσεως, αλλά ευρίσκει επαρκές νόμιμο έρεισμα στην ατελή εισαγωγή/κατοχή αυτοκινήτου υπό προσώπου μη δικαιούχου σχετικής ατελείας.
Επιμέλεια: Ναυσικά Τζαναβάρη / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής και προστίμου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά λαθρεμπορίας, στο πλαίσιο δύο ανεξάρτητων διαδικασιών ενώπιον ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων συνιστά παραβίαση της αρχής ne bis in idem.
Source/ Author:ethemis.gr