Απόφαση 5/2018 ΣτΕ
Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία είχε ασκήσει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ανακοπή, με την οποία προέβαλε ότι οι πράξεις ταμειακής βεβαίωσης φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ και προστίμου ΚΒΣ, που είχαν εκδοθεί σε βάρος της, ήταν άκυρες, ως ερειδόμενες επί μη οριστικοποιηθέντων νομίμων τίτλων και τούτο διότι η επίδοση των καταλογιστικών πράξεων στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας δεν ήταν έγκυρη, καθώς αυτός είχε παύσει να την εκπροσωπεί ήδη από τις 23-11-2006, χρόνο κατά τον οποίο η εταιρία τέθηκε υπό καθεστώς εκκαθάρισης και, επομένως, εκπροσωπείτο νομίμως από τους διορισθέντες εκκαθαριστές της.
Με την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η ανωτέρω ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 7β του ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, δεν είχαν παρέλθει δεκαπέντε ημέρες από την καταχώριση της σχετικής ανακοίνωσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης περί θέσης της εταιρείας σε εκκαθάριση, ώστε να μπορεί να αντιταχθεί από αυτήν σε τρίτο η αλλαγή στη νόμιμη αντιπροσώπευσή της, ούτε, άλλωστε, προέκυπτε γνώση περί της θέσης αυτής υπό καθεστώς εκκαθάρισης εκ μέρους της φορολογικής αρχής.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 3721/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση της εταιρίας, με αιτιολογία ίδια με αυτήν της πρωτόδικης απόφασης.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξετάζοντας την παραδεκτώς ασκηθείσα αίτηση της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας, επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση καταλογισθείσας φορολογικής επιβάρυνσης, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική πράξη (ΣτΕ 179/2010, 3661/2011, 1875/2015 κ.ά). Εξάλλου, οι καταλογιστικές πράξεις που εκδίδονται σε βάρος ανώνυμης εταιρίας επιδίδονται στον κατά το νόμο και το καταστατικό της νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, σε περίπτωση, δε, λύσης της εταιρίας και θέσης αυτής σε εκκαθάριση στους εκκαθαριστές της.
Επί του νέου νομικού ζητήματος που ετέθη, σχετικά με το ποιός φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τη γνώση ή μη του γεγονότος της λύσης της ανώνυμης εταιρίας και της υπαγωγής αυτής σε καθεστώς εκκαθάρισης κατά το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης περί λύσης της εταιρίας και θέσης της σε εκκαθάριση, το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 7α και 7β του ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών», οι οποίες μεταξύ άλλων προβλέπουν ότι πράξεις ή στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί δεν αντιτάσσονται στους τρίτους πριν περάσουν δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση στην ΕτΚ, εφόσον οι τρίτοι αποδεικνύουν ότι δεν ήταν δυνατόν να τα γνωρίζουν, απεφάνθη ότι σε περίπτωση τήρησης του ανωτέρω τύπου δημοσιότητας και για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική δημοσίευση στην ΕτΚ, οι τρίτοι φέρουν το βάρος επίκλησης και απόδειξης του ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν το περιεχόμενο της δημοσιευθείσας πράξης.
Ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσίουσας εταιρείας, διότι ούτε από την αναιρεσιβαλλομένη ούτε από τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι η φορολογική αρχή, φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης, επικαλέσθηκε και απέδειξε ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει τη συντελεσθείσα μεταβολή στη νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρίας, δηλαδή τη λύση αυτής, τη θέση της σε εκκαθάριση και τον ορισμό εκκαθαριστών.
Επιμέλεια: Ναυσικά Τζαναβάρη / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η φορολογική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης και επίκλησης ότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει συντελεσθείσες μεταβολές στη νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρίας για το χρονικό διάστημα των 15 ημερών από τη σχετική δημοσίευση στην ΕτΚ.
Source/ Author:ethemis.gr