Απόφαση 497/2018 ΔΕΦ ΑΘΗΝΩΝ
Εν προκειμένω οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να υποχρεωθεί το δεύτερο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. ως καθολικός διάδοχος του πρώτου εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. το οποίο είχε προηγουμένως διαδεχθεί το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. να τους καταβάλει το ποσό των 81.587,98 ευρώ ,καταβλητέο μετά των νομίμων τόκων αφότου κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής, με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ.166/2003, πλέον εξόδων σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ποσό που σχετίζεται με την αξία ανεξόφλητων τιμολογίων που εκδόθηκαν σε εκτέλεση της με αρ. …/3-12-2009 σύμβασης προμήθειας που συνήφθη μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία “…” και του Ι.Κ.Α.- ΕΤΑΜ, για προμήθειες αντιδραστηρίων σε νοσοκομειακές μονάδες του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ν.2286/1995 και π.δ. 118/2007. Η ανωτέρω απαίτηση των εναγουσών εταιρειών ερείδεται στις από 26-5-2009 και 15- 10-2009 συμβάσεις ενεχυράσεως απαιτήσεων με τις οποίες η ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία εκχώρησε τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση με το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Επικουρικώς δε, ζητείται η επιδίκαση του ως άνω ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (Α.Κ. 904 επ.), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Αρχικά, η επίδικη διαφορά, η οποία ερείδεται σε συμβάσεις εκχώρησης (με τη μορφή της ενεχυρίασης) απαιτήσεων και πρακτορείας των ίδιων απαιτήσεων πού γεννήθηκαν κατά την εκτέλεση σύμβασης, είναι διοικητική, - λόγω του ότι διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2286/1995 και π.δ. 118/2007- έχει τον χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς ουσίας, δεδομένου ότι η φύση των εκχωρηθεισών απαιτήσεων, ως γεννηθεισών, κατά την εκτέλεση διοικητικής σύμβασης, δεν μεταβάλλεται λόγω της εκχώρησής τους από την προμηθεύτρια εταιρεία.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη, αλλά ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους, πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Μετά την αναγγελία της εκχώρησης, αποκόπτεται οριστικά κάθε δεσμός του οφειλέτη με τον εκχωρητή και η απαίτηση αποκτάται από τον εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται αποκλειστικός δικαιούχος της εκχωρηθείσας απαίτησης, δικαιούμενος να εισπράξει και να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη αυτής από τον οφειλέτη. Ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλει τα οφειλόμενα μόνο στον εκδοχέα, ως αποκλειστικό δικαιούχο και όχι στον εκχωρητή. Το ν.δ. της 17.7/13.8.1923 ,η εφαρμογή του οποίου επεκτάθηκε στις τράπεζες με το άρθρο 26 παρ. 9 του ν. 2076/1992 (Α` 130) εισήγαγε εξαιρετικό δίκαιο. Έτσι , η ενεχυρίαση απαιτήσεως συνεπάγεται όχι απλή επιβάρυνση αυτής, , αλλά την εκχώρησή της προς τον ενεχυρούχο πιστωτή, ο οποίος γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της απαιτήσεως, δικαιούμενος, ως εκ τούτου, να την εισπράξει. Η εκχώρηση συντελείται όταν αντίγραφο της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται στον τρίτο (οφειλέτη), μετά δε την αναγγελία αυτή αποκόπτεται κάθε δεσμός του τρίτου (οφειλέτη) με τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας είναι πλέον ο εκδοχέας.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 (παρ. 1 και 2), 2 (παρ. 1 και 2), 3 (παρ. 1 και 3) και 4 (παρ. 1) του ν. 1905/1990 (Α` 147), όπως ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2367/1995 (Α` 261), προκύπτει ότι σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι η σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων (πράκτορας ή factor), που μπορεί να είναι είτε τράπεζα είτε ειδική ανώνυμη εταιρία και μιας επιχείρησης εμπορικής εταιρίας ή φυσικού προσώπου που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων (προμηθευτής). Περιεχόμενο της συμβάσεως είναι ότι η εταιρία αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της, για το διάστημα που συμφωνείται, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, την λογιστική και τη νομική παρακολούθηση, καθώς και την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της. Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες. Αν με τη σύμβαση επιδιώκεται και χρηματοδοτικός σκοπός, ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα τις εκκρεμείς (ήδη γεννημένες ή μέλλουσες να γεννηθούν) απαιτήσεις του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών και ο πράκτορας καταβάλλει αμέσως το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, αφού παρακρατήσει ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 455, 456, 460 και 461 του Α.Κ. προκύπτει, ότι η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση από τον προμηθευτή προς τον πράκτορα των εκκρεμών (ήδη γεννημένων ή μελλουσών να γεννηθούν) απαιτήσεών του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, με σκοπό, ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης, την είσπραξή τους, την χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων, την λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων και διαχείρισή τους, καθώς και την ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προμηθευτή.
Η κατά τα άνω μεταβίβαση συντελείται με συνεχείς εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και την πίστωση από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, η δε πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων αναγγέλλεται εγγράφως από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή, στον οφειλέτη κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου, από της οποίας αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται από τον πράκτορα- εκδοχέα, που δικαιούται έκτοτε μόνος αυτός να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη της Ειδικότερα, στο άρθρο Ζ του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής «1. Η κατά το προηγούμενο άρθρο, πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων αναγγέλλεται εγγράφως από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς οι απαιτήσεις, στις οποίες η πρακτορεία αφορά ταυτότητα του πράκτορα. 2. Αναγγελία θεωρείται και η έγγραφη γνωστοποίηση στον οφειλέτη της ύπαρξης της σύμβασης μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή, καθώς και η αναγραφή στα προς εξόφληση παραστατικά της ταυτότητας του πράκτορα. 3. Η αναγγελία του άρθρου αυτού μπορεί, επίσης, να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο, κατά τις συναλλαγές, έγγραφο τρόπο, αρκεί να αποδεικνύεται παραχρήμα. 4. Ο πράκτορας δεν αποκτά τα συμφωνηθέντα δικαιώματα απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους πριν από την, κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, αναγγελία…. ».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ,το ΙΚΑ εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις αξιώσεις κατά των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς κατά το π.δ/μα 437/1977 (Α`134) και το άρθρο 2 του ν. 576/1977 (Α`106), το νομοθετικό διάταγμα περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δεν εφαρμόζεται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς , που τελούσαν εξαρχής υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών .
Επιμέλεια: Αγγελική Μπουρσινού/Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Η εκχώρηση δεν θα πρέπει να καθίσταται ζημιογόνος ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη ούτε όμως να προσπορίζει σε αυτόν ωφελήματα , σε κάθε περίπτωση δε οφείλει να συμβαδίζει με τα όσα επιτάσσει η αρχή της καλής πίστης .
Source/ Author:ethemis.gr