Τεκμήριο αθωότητας - υπ’ αριθμ. 322/2018 απόφαση Α1’ Τμήματος ΑΠ
Από τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 914 και ΑΚ 932, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 15ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρξε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τούτο συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου.
Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μορφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παραβίαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Πρόσφορη δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη.
Περαιτέρω, με τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ.2) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (άρθρο 14 παρ.3), δεν καθιερώνεται μεν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το τελευταίο πέρα από το πλαίσιο της ποινικής δίκης έχει εφαρμογή και ενώπιον οιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Ειδικότερα, το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αποβλέπει στην προστασία των ατόμων που έχουν απαλλαγεί από τα ποινικά δικαστήρια ή έπαυσε η κατ’ αυτών ποινική δίωξη, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές ή άλλα όργανα σαν να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για την παράβαση που τους είχε αποδοθεί. Χωρίς προστασία που αποσκοπεί στην τήρηση, σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, μιας αθώωσης ή μιας απόφασης παύσης της ποινικής δίωξης, οι εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης που προβλέπει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ θα κινδύνευαν να καταστούν θεωρητικές και απατηλές. Δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου ερμηνεύουν, για τις ανάγκες της νέας δίκης, την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με εκείνα της νέας δίκης, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του, παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητάς του. Επομένως, η επιδίκαση αποζημίωσης εις βάρος του πρώην κατηγορουμένου δεν είναι επιτρεπτό στο πλαίσιο της ενότητας της έννομης τάξης, να δημιουργεί αμφιβολίες, όσον αφορά την προηγούμενη αθώωσή του. Γενικότερα, το τεκμήριο αυτό και κατ’ επέκταση η αρχή της δίκαιης δίκης παραβιάζονται και δημιουργείται συνεπώς λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν από τη μεταγενέστερη απόφαση προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπόνοιες ή αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του κατηγορουμένου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε από το Εφετείο ότι η προκληθείσα πυρκαγιά και τα αποτελέσματά της οφείλονται αποκλειστικά σε αμέλεια του εφεσιβλήτου, ο οποίος δεν έδειξε κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο τη συμπεριφορά που θα έδειχνε ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ίδιου τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας, αν βρισκόταν υπό τις ανωτέρω συνθήκες, υπό τις οποίες βρέθηκε αυτός και την οποία και ο ίδιος όφειλε να δείξει, αλλά, αντίθετα, προέβη στις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε η παραπάνω πυρκαγιά.
Ωστόσο, από τις αιτιολογίες και το διατακτικό της υπ’ αριθμ. 1329/2011 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για το αποδιδόμενο σ’ αυτόν έγκλημα του εμπρησμού από αμέλεια, το οποίο όμως στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αποδιδόμενη σ’ αυτόν αδικοπρακτική συμπεριφορά και θεμελιώνουν την ευθύνη του έναντι του αναιρεσιβλήτου. Έτσι όμως, κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντος δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του, ως κατηγορούμενου και την αποδυναμώνει. Ειδικότερα δε, κατ’ αποτέλεσμα, καταφάσκεται η ποινική ευθύνη του τελευταίου για το αδίκημα για το οποίο αθωώθηκε. Το Εφετείο, συνεπώς, που αναγνώρισε την αστική ευθύνη του αναιρεσείοντος, ενώ έπρεπε να οδηγηθεί σε αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική ποινική απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις και είναι αντίστοιχα βάσιμος ο κατ’ ορθή εκτίμηση διαλαμβανόμενος στην υπό κρίση αίτηση σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται την ανωτέρω αθωωτική απόφαση.
Επιμέλεια: Βασιλική Γεωργίου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974, "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του".
Source/ Author:www.areiospagos.gr | Download PDF