Ποινική μεταχείριση κατηγορούμενων – μελών τρομοκρατικής οργάνωσης
Οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν τον Ιανουάριο του 2008 από αστυνομικούς της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Τον Μάϊο του 2010 καταδικάστηκαν ως οι αυτουργοί βομβιστικής επίθεσης σε αεροδρόμιο της Μαδρίτης. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι μετά τη σύλληψη, κατά τη μεταφορά τους, δέχτηκαν σωματική επίθεση τόσο από τους αστυνομικούς που διεξήγαγαν την αναφορά τους όσο και από εκείνους που ανέλαβαν την ανάκριση τους. Οι προσφεύγοντες νοσηλεύτηκαν ενώ οι σωματικές βλάβες που είχαν υποστεί επιβεβαιώθηκαν από ιατρικές εκθέσεις. Στη συνέχεια, προσέφυγαν στη δικαιοσύνη λόγω της κακής μεταχείρισης που δέχτηκαν. Στον πρώτο βαθμό, οι αστυνομικοί καταδικάστηκαν για την τέλεση βασανιστηρίων σε βάρος των προσφευγόντων, απόφαση που ακύρωσε το ανώτατο δικαστήριο. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, οι τραυματισμοί ήταν απαραίτητοι προκειμένου να επιτευχθεί η σύλληψη τους, ενώ η καταγγελία τους σε βάρος των αστυνομικών αποτελούσε πάγια πρακτική της τρομοκρατικής οργάνωσης της οποίας ήταν μέλη.
Οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται ότι έγιναν αντικείμενο βασανισμού και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης κατά τη σύλληψη τους και της μετέπειτα κράτησης τους.
Το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας την ουσιαστική πτυχή του άρθρου 3, διαπίστωσε ότι, με βάση τις ιατρικές γνωματεύσεις, δεν μπορεί να επαληθευθεί ο ισχυρισμός ότι οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν οφείλονταν στην αντίσταση που επέδειξαν οι προσφεύγοντες κατά τη σύλληψη τους. Επιπλέον, το ανώτατο δικαστήριο δεν εξέτασε την ακριβή προέλευση των τραυματισμών που προκλήθηκαν ούτε προέβη στον έλεγχο της αξιοπιστίας των αστυνομικών, ενώ είχε υποχρέωση να αποφανθεί αν η σωματική δύναμη που ασκήθηκε ήταν απαραίτητη και τηρούσε τις εγγυήσεις της αναλογικότητας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το κράτος φέρει ευθύνη για τους τραυματισμούς των προσφευγόντων, καθώς προκλήθηκαν από όργανα του, και εν προκειμένω τις αστυνομικές αρχές. Επιπροσθέτως, λόγω της έλλειψης στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι οι τραυματισμοί είχαν μακροπρόθεσμη επίδραση στους προσφεύγοντες, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η μεταχείριση που υπέστησαν δεν συνιστά βασανιστήριο αλλά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή του άρθρου 3, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε πως σε περίπτωση που δικαστήριο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, επανεξετάζει στοιχεία όπως οι μαρτυρικές καταθέσεις ή οι απολογίες και καταλήγει σε αντίθετα συμπεράσματα από αυτά της κρίσης σε πρώτο βαθμό, κρίνεται απαραίτητο να διεξάγεται μία νέα δημόσια συνεδρίαση προκειμένου το δικαστήριο του δεύτερου βαθμού να αποκτήσει άμεση γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, το ανώτατο δικαστήριο περιορίστηκε στην απόρριψη των ισχυρισμών των προσφευγόντων, χωρίς να επιβεβαιώσει εκ νέου την αναγκαιότητα της επιβολής βίας καθώς και τα πρόσωπα που προκάλεσαν τους τραυματισμούς. Επομένως, το ανώτατο δικαστήριο δεν διεξήγαγε τον απαραίτητο λεπτομερή έλεγχο, όπως απαιτεί το άρθρο 3, παραβιάζοντας το εν λόγω άρθρο και υπό την διαδικαστική του πτυχή.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για το σχετικό δελτίο τύπου της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε την ακριβή προέλευση των τραυματισμών που προκλήθηκαν στους προσφεύγοντες, ούτε προέβη στον έλεγχο της αξιοπιστίας των αστυνομικών, ενώ είχε υποχρέωση να αποφανθεί αν η σωματική δύναμη που ασκήθηκε ήταν απαραίτητη και τηρούσε τις εγγυήσεις της αναλογικότητας.
Source/ Author:Δελτίο Τύπου | Download