Απόφαση 176/2018 ΣτΕ ( Τμήμα Β΄): Υπόχρεοι προς καταβολή του ειδικού τέλους λατομικών προϊόντων
Με την παρούσα αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθ. 3887/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της εγγραφής της στους χρηματικούς καταλόγους του Δήμου … , περί επιβολής σε βάρος της, για τα οικονομικά έτη 2008 έως 2012, ειδικού τέλους λατομικών προϊόντων (άρθρου 19 του ν. 1428/1984), συνολικού ποσού 548.611,75 ευρώ.
Κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ.3 και 4 του π.δ 18/1989, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων που ρητώς αποτυπώνονται στις άνω αναφερόμενες παραγράφους(βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., 435/2017, 3076/2017 κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω διατάξεων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (βλ. ΣτΕ 507/2014, 435/2017, 3076/2017 κ.ά.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1428/1984, η οποία, ως επιβάλλουσα φορολογικό βάρος, είναι στενώς ερμηνευτέα (πρβλ. ΣτΕ 295/2017 επταμ., 2121/2016, 3327/2015), υπόχρεοι για καταβολή του προβλεπόμενου στην εν λόγω διάταξη ειδικού τέλους είναι οι εκμεταλλευτές λατομείων αδρανών υλικών (δημόσιων, ν.π.δ.δ. ή ιδιωτικών). Παράλληλα, από τις διατάξεις των νόμων 669/1977 και 1428/1984 προκύπτει ότι τα μάρμαρα και τα αδρανή υλικά ορίζονται ως διαφορετικά λατομικά ορυκτά και ότι τα λατομεία μαρμάρου διακρίνονται σαφώς από τα λατομεία αδρανών υλικών, ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του εδαφίου β΄ του άρθρου 1 του ν. 1428/1984, , δεν συνάγεται βούληση του νομοθέτη να καταργήσει την εν λόγω διάκριση και να συμπεριλάβει στην έννοια των αδρανών υλικών και τα μάρμαρα και, συνακόλουθα, να εντάξει στην κατηγορία των λατομείων αδρανών υλικών και τα λατομεία μαρμάρου (πρβλ. ΣτΕ 1443/2016 και 4607/2011, όσον αφορά τα λατομεία σχιστολιθικών πλακών). Τούτο επιρρωνύεται από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α΄ του ν. 2115/1993, με την οποία προβλέφθηκε η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων (όχι, πάντως, και του άρθρου 19 παρ. 1) του ν. 1428/1984 περί λατομείων αδρανών υλικών και επί των λατομείων μαρμάρου, διάταξη η οποία θα ήταν αλυσιτελής, εάν η προσθήκη εδαφίου β΄ στο άρθρο 1 του ν. 1428/1984, δια του άρθρου 1 του ίδιου νόμου 2115/1993, σκοπούσε να διευρύνει την έννοια των αδρανών υλικών, ώστε να καλύπτει και τα μάρμαρα, και, κατ’ ακολουθίαν, να υπάγει στο εν γένει νομικό καθεστώς (της εκμετάλλευσης) των λατομείων αδρανών υλικών (συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1428/1984) και τα λατομεία μαρμάρων. Ενόψει των προηγουμένων, το ειδικό τέλος που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν. 1428/1984, δεν έχει την έννοια ότι επιβάλλει ειδικό τέλος και στους εκμεταλλευτές λατομείων μαρμάρου, οι οποίοι, άλλωστε, ασκούν οικονομική δραστηριότητα όχι μόνο με διαφορετικό αντικείμενο, αλλά και με διαφορετική σημασία για την οικονομική ζωή του τόπου από εκείνη των εκμεταλλευτών λατομείων αδρανών υλικών.
Επειδή επομένως η προσφεύγουσα εταιρεία προέβαλε ότι το επίδικο τέλος της επιβλήθηκε κατά παράβαση των άρθρων 1 παρ. 1 και 19 παρ. 1 του ν. 1428/1984, διότι εκμεταλλεύεται λατομείο μαρμάρου και όχι λατομείο αδρανών υλικών έγινε δεκτή η προσφυγή και ακυρώθηκε η εγγραφή της προσφεύγουσας εταιρείας στους χρηματικούς καταλόγους του Δήμου , περί επιβολής σε βάρος της, για τα οικονομικά έτη 2008 έως 2012, του ως άνω αναφερόμενου ειδικού τέλους.
Επιμέλεια: Αγγελική Μπουρσινού/Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Προκειμένου να κριθεί παραδεκτή μια αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων που ρητώς αποτυπώνονται στις διατάξεις του άρθρου 53 παρ.3 και 4 του π.δ 18/1989.
Source/ Author:ethemis.gr