Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από το Βέλγιο και παράδοση στις Ιταλικές αρχές
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε το 2002 σε ποινή κάθειρξης 15 ετών και του επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 80.000 ευρώ για το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών. Η απόφαση λήφθηκε με τον κατηγορούμενο απόντα, εκπροσωπούμενο από δικηγόρο, καθώς δεν μπορούσε να παραστεί για ιατρικούς λόγους. Κατόπιν έφεσης που ασκήθηκε η ποινή μειώθηκε κατά ένα έτος. Το 2010, η εισαγγελία της Νάπολης εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την εκτέλεση της εναπομένουσας ποινής. Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Αύγουστο του 2010 στις Βρυξέλες από Βέλγους αστυνομικούς, ενώ λίγες μέρες αργότερα τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν πως το ένταλμα ήταν εκτελεστό και τον παρέδωσαν στις Ιταλικές αρχές.
Αρχικά, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι κατά την σύλληψη του δεν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις του άρθρου 5§1 και συνεπώς αυτή ήταν παράνομη.
Το Δικαστήριο επισήμανε πως τόσο η σύλληψη όσο και η παράδοση στις Ιταλικές αρχές πραγματοποιήθηκαν βάσει νομοθετικής πρόβλεψης, σύμφωνης με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5§1, με τη μορφή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, η νομιμότητα της σύλληψης επιβεβαιώνεται με βάση το εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπει όσον αφορά την προφυλάκιση, τη δυνατότητα της εισαγγελικής αρχής να δώσει εντολή στις αστυνομικές αρχές με αίτημα τη σύλληψη και κράτηση ενός κατηγορουμένου, στον τόπο κατοικίας του. Με βάση τα ως άνω, και αναφέροντας πως η νομιμότητα της διαδικασίας που προηγήθηκε και οδήγησε στον εντοπισμό και τη σύλληψη δεν ασκεί επιρροή, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση πως δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5§1.
Επιπλέον, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε ότι η παράδοση του στις Ιταλικές αρχές παραβιάζει το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, καθώς οι Βελγικές αρχές δεν εξέτασαν την νομιμότητα και την ορθότητα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, παρόλο που βασίστηκε σε καταδίκη, στο πλαίσιο δίκης, κατά την οποία ο προσφεύγων ήταν απών.
Αρχικά, αναφέροντας την απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το Δικαστήριο ανέφερε πως αρμόδια δικαστική αρχή προκειμένου να κρίνει περί νομίμου και εγκυρότητας του εντάλματος είναι εκείνη που εκδίδει το ένταλμα και εκείνη στην οποία θα παραδοθεί ο κατηγορούμενος, εν προκειμένω η Ιταλία. Μοναδική δυνατότητα που διέθεταν οι Βελγικές αρχές ήταν η άρνηση της εκτέλεσης του εντάλματος, στηριζόμενες στη Βελγική νομοθεσία. Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, βάσει του δικαστικού ελέγχου που διεξήχθη, αν και εκ των πραγμάτων περιορισμένου, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η εκτέλεση του εντάλματος δεν δημιούργησε προδήλως ανεπαρκή προστασία για τα δικαιώματα που παρέχονται από την Σύμβαση. Όσον αφορά το ζήτημα της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, διαπιστώθηκε πως ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και η υπεράσπιση του πραγματοποιήθηκε από δικηγόρο που ο ίδιος είχε διορίσει. Συνεπώς, η εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής ώστε να ανατρέπει το τεκμήριο προστασίας, όπως προβλέπεται από την απόφαση-πλαίσιο και εξειδικεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η παράδοση στις Ιταλικές αρχές δεν μπορεί να νοηθεί ως περίπτωση αρνησιδικίας. Συνεπώς, η παράδοση του προσφεύγοντος στις Ιταλικές αρχές δεν έγινε κατά παράβαση του άρθρου 6§1.
Επιμέλεια: Γεωργία Αρχοντή / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Για το σχετικό δελτίο τύπου της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Συνεπώς, η εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής ώστε να ανατρέπει το τεκμήριο προστασίας, όπως προβλέπεται από την απόφαση-πλαίσιο και εξειδικεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η παράδοση στις Ιταλικές αρχές δεν μπορεί να νοηθεί ως περίπτωση αρνησιδικίας.
Source/ Author:Δελτίο Τύπου | Download