Θρησκευτική ελευθερία και Υγειονομική Κρίση
Καθώς οι φορείς του COVID-19 αυξάνονται ραγδαία σε εθνικό επίπεδο αλλά και εν όψει του τρίτου lockdown, έρχεται ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα του περιορισμού ενός των παλαιοτέρωνατομικών δικαιωμάτων, εκείνου της θρησκευτικής ελευθερίας, με την ειδικότερη έκφανση της άσκησης της θρησκευτικής λατρείας, λόγω της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, και πιο συγκεκριμένα για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 5§5 και 21§3 του Συντάγματος.
Το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγματος με δύο εκδηλώσεις του: εκείνη της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και εκείνη της άσκησης της θρησκείας. Ενώ το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ανεπιφύλακτη προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, δεν ισχύει το ίδιο και για την άσκηση της λατρείας, η οποία κατά την δεύτερη παράγραφο του άρθρου 13 δεν επιτρέπεται να προσβάλλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και απαγορεύεται ο προσηλυτισμός. Επομένως, οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων είναι επιτρεπτοί σε πολλές περιπτώσεις από το ίδιο το Σύνταγμα. Μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην πρώτη κιόλας απόφασή του για τη θρησκευτική ελευθερία (στο πλαίσιο της υπόθεσης Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, 1993), τόνισε ότι «μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπου πολλές θρησκείες συνυπάρχουν στον ίδιο πληθυσμό, μπορεί να είναι απαραίτητο να επιβληθούν περιορισμοί σε αυτή την ελευθερία για να εναρμονιστούν τα συμφέροντα των διαφορετικών ομάδων και να εξασφαλιστεί ο σεβασμός των πεποιθήσεων του καθενός». Ωστόσο, ακόμα και οι ίδιοι οι περιορισμοί των δικαιωμάτων (ή αλλιώς «περιορισμοί των περιορισμών») δεν είναι απεριόριστοι.
Υπάρχουν όρια στην περιοριστική δράση του κράτους, δηλαδή οι περιορισμοί πρέπει να προκύπτουν είτε από το ίδιο το Σύνταγμα είτε από νομοθετική διάταξη και να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25§1 του Συντάγματος), ενώ οφείλουν να σέβονται τον «πυρήνα» του δικαιώματος, υπό την έννοια ότι δεν μπορούν να εκμηδενίζουν την κανονιστική του αξία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος ερμηνείας των περιορισμών του δικαιώματος της θρησκευτικής λατρείας λόγω της πανδημίας μερικών από τα σπουδαιότερα δικαστήρια παγκοσμίως. Προσφάτως, με πέντε ψήφους, έναντι τεσσάρων το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δικαίωσε την Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπρούκλιν και δύο συναγωγές υπερορθόδοξων Εβραίων που είχαν προσφύγει κατά των περιορισμών που υιοθέτησε η πολιτεία της Νέας Υόρκης προκειμένου να ανασχέσει την εξάπλωση της επιδημίας του κορωνοϊού, με το σκεπτικό ότι ο περιορισμός της απαγόρευσης θρησκευτικών τελετών άνω των δέκα ατόμων σε περιοχές χαρακτηριζόμενες ως «κόκκινες» στην Νέα Υόρκη αποτελεί ένα απόλυτο όριο και άρα, όχι αναγκαίο μέτρο, αφού δεν σχετίζεται με την χωρητικότητα όλων των θρησκευτικών χώρων. Παράλληλα, το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ήδη από τον Μάιο ότι το δικαίωμα της συμμετοχής σε μια σύναξη ή σε μια συνάθροιση σε λατρευτικά μέρη – και όχι μόνο το δικαίωμα για προσευχή στο σπίτι ή την ατομική προσευχή σε παρόμοια μέρη λατρείας – «είναι βασικό δομικό στοιχείο της ελευθερίας στη λατρεία» και ότι η πλήρης και γενική απαγόρευση που είχε ανακοινωθεί στις 11 Μαΐου ήταν παράνομη επειδή θα μπορούσαν να είχαν παρθεί λιγότερο αυστηρά μέτρα διατηρώντας τη δημόσια υγεία. Μάλιστα, το ίδιο δικαστήριο προσφάτως διέταξε την γαλλική κυβέρνηση να αναθεωρήσει το διάταγμα με το οποίο περιόριζε σε 30 τον αριθμό των πιστών που επιτρέπεται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές, διότι τα μέτρα δεν ήταν αναλογικά και δεν λαμβανόταν υπόψη το μέγεθος των χώρων λατρείας. Τέλος, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ακύρωσε την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με την οποία απαγορεύονται οι εκδηλώσεις λατρείας ως μέτρο πρόληψης για την εξάπλωση του κορονοϊού, χαρακτηρίζοντάς την αντισυνταγματική, κρίνοντας ότι θα πρέπει να επιτρέπονται εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα, υπό τον όρο ότι θα τηρούνται τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και υγιεινής για να προληφθεί η διασπορά του ιού.
Στον αντίποδα των παραπάνω αποφάσεων βρίσκεται η ελληνική νομολογία μέσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας μετις υπ’ αριθμ. 49 και 60/2020 αποφάσεις απέρριψε τις αιτήσεις που αφορούν την απαγόρευση της τέλεσης κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα των μέτρων για την προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο εξαπλώσεως του κορωνοϊού COVID-19, της προσωρινότητάς τους και επειδή «κατά τα κοινώς γνωστά, δεν προκύπτει, επί του παρόντος, ότι υφίστατο δυνατότητα να ληφθούν και εφαρμοσθούν αμέσως άλλα μέτρα για την αποτελεσματική προφύλαξη της δημόσιας υγείας». Επομένως, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε για την πρώτη απαγόρευση άσκησης της θρησκευτικής λατρείας ότι τα μέτρα περιορισμού της ήταν αναλογικά λόγω της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας. Σε επόμενη απόφασή του, στην υπ’ αριθμ. 161/2020, απέρριψε αίτηση που αφορούσε το ζήτημα της απαγόρευσης της μεταλήψεως της Θείας Κοινωνίας ως παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης, ήτοι ο κανονιστικός νομοθέτης δεν επανέλαβε την προηγούμενη του απαγόρευση, αλλά επέλεξε μέτρα ηπιότερου χαρακτήρα (τήρηση αποστάσεων, μέγιστος αριθμός παρευρισκομένων στους χώρους λατρείας κ.ά.), τα οποία θεώρησε, στη δεδομένη στιγμή, πρόσφορα και αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας. Το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης βασίστηκε στο γεγονός ότι «η ορθότητα των ουσιαστικών εκτιμήσεων του κανονιστικού νομοθέτη αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου στη δεδομένη χρονική στιγμή μέτρου αντιμετώπισης της επιδημίας … είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτες».
Συμπερασματικά, ύστερα από την πολυετή δημοσιονομική κρίση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία άλλη κρίση, αυτήν την φορά υγειονομική. Υπό το βάρος μιας κρίσης, μιας ανατροπής δηλαδή του ισχύοντος καθεστώτος, οι κανονικότητες της κοινωνικής οργάνωσης υποχωρούν και εξαναγκάζουν το Κράτος να αποκαταστήσει με κάθε κόστος την διαταραγμένη σταθερότητα. Οι κρίσεις, ως έκτακτες και εξαιρετικές, ενεργοποιούν συχνά το λεγόμενο «δίκαιο της ανάγκης», δηλαδή ένα εξαιρετικό σύνολο κανόνων που δικαιολογεί περιορισμούς των δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό ενδυναμώνεται ο ρόλος της εκτελεστικής εξουσίας, γεγονός που αποδεικνύεται και στην πράξη από τις ποικίλες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα λόγω της εμφάνισης του COVID-19 και θίγουν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα. Αυτό όμως, που θα έπρεπε να μας προβληματίσει είναι μήπως οδηγούμαστε τελικά σε μία κανονικότητα των κρίσεων και ότι ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων θεωρείται δεδομένος, ενώ ταυτόχρονα η επάνοδος στην κανονικότητα φαίνεται αμφίβολη ή τουλάχιστον μακρινή. Παράλληλα, όπως προκύπτει και από τις ίδιες τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν αποκλείεται μελλοντικά και μεταστροφή της νομολογίας του, δεδομένου ότι ήδη υπογραμμίζεται στις εν λόγω αποφάσεις η αυστηρότητα των μέτρων, κάτι το οποίο πρέπει συνεχώς να επαναπροσδιορίζεται (βλ. ΕΑ ΣτΕ 49/2020, 60/2020 καθώς και 263/2020: «το ληφθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση μέτρο έχει όλως προσωρινό χαρακτήρα και, εν όψει των συγκεκριμένων δεδομένων, εύλογη διάρκεια). Ήδη, λοιπόν, διανύουμε την τρίτη φάση της εξάπλωσης του COVID-19, οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως της θρησκευτικής ελευθερίας, συνεχίζονται και πρέπει συνεχώς να επανεξετάζεται και να μας απασχολήσει το πόση ελευθερία και για πόσο θα «θυσιάζεται» τελικά στον «βωμό» της δημόσιας υγείας.
Υπό το βάρος μιας κρίσης, μιας ανατροπής δηλαδή του ισχύοντος καθεστώτος, οι κανονικότητες της κοινωνικής οργάνωσης υποχωρούν και εξαναγκάζουν το Κράτος να αποκαταστήσει με κάθε κόστος την διαταραγμένη σταθερότητα.
Source/ Author:Τσαγκαρλιώτη Ελένη