Ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες : νομικό πλαίσιο και πραγματικότητα
Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι πρόσφυγες είναι μια πραγματικότητα που τα τελευταία, ειδικά, χρόνια παράλληλα με τα μεγάλα προσφυγικά ρεύματα από τη Μέση Ανατολή έχει απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η Θέουτα στην Βόρειο Αφρική που μόλις προ ολίγων ημερών δέχτηκε στα κέντρα υποδοχής της πάνω από 1.500 ανήλικα παιδιά από το Μαρόκο σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας. Και στην ελληνική επικράτεια, όμως, καθημερινά ανάμεσα στους χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες που φτάνουν στα ελληνικά σύνορα καταγράφεται ένας μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων ανήλικων. Μιλάμε για χιλιάδες παιδιά, υπηκόους τρίτων κρατών ή ανιθαγενείς, που είτε φτάνουν στην Ευρώπη απ’ τη χώρα προέλευσης χωρίς τη συνοδεία των κατά το νόμο ή το έθιμο υπευθύνων για την επιμέλεια τους, είτε χωρίζονται για διαφόρους λόγους απ’ τις οικογένειές τους στα σύνορα. Το γεγονός αυτό τα καθιστά μια εξαιρετικά ευάλωτη και ευαίσθητη πληθυσμιακή ομάδα.
Καθίσταται, συνεπώς, σαφές πως τα παιδιά αυτά χρήζουν άμεσης νομικής προστασίας. Το διεθνές και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο είναι πλούσιο και δημιουργεί ένα ικανοποιητικό προστατευτικό καθεστώς, όταν αυτό πράγματι εφαρμόζεται. Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, οι σχετικές οδηγίες όπως η 2003/86/ΕΚ, 2004/83/ΕΚ, 2005/85/ΕΚ, 2011/95/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, καθώς και ο κανονισμός Δουβλίνο III, προστατεύουν επαρκώς ανήλικους χωρίς τη συνοδεία κάποιου μέλους της οικογένειάς του που αιτούνται άσυλο ή επικουρική προστασία. Στο σημείο αυτό να επισημανθεί πως τα ως άνω καθεστώτα εμπεριέχονται στον όρο καθεστώς διεθνούς προστασίας, με το άσυλο να χορηγείται σε πρόσωπα που δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα τους καθώς υπάρχει βάσιμος λόγος φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων και την επικουρική προστασία να χορηγείται σε πρόσωπα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες, αλλά υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να φοβούνται πως, θα υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση που επιστρέψουν στην στη χώρα προέλευσης τους.
Έκαστο εκ των ως άνω αναφερθέντων νομικών κειμένων περιέχει ένα σύνολο διατάξεων σχετικά με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών από τη στιγμή που βρεθεί ανήλικος στο έδαφός τους. Να σημειώσουμε, αρχικά, πως η αντικειμενική έρευνα για τη δυνατότητα πρόσβασης των ανηλίκων στην εκάστοτε επικράτεια είναι αδύνατη και γι’ αυτό σε πολλές περιπτώσεις, όπως η Ελλάδα, δεν προκύπτει διαφορετική – σε σχέση με τους λοιπούς ενήλικες αλλοδαπούς - αντιμετώπιση των ανηλίκων που αποπειρώνται να εισέλθουν παράνομα.
Αρχικά τίθεται υπό έρευνα η ταυτότητα του ανηλίκου, και ιδίως η ηλικία αυτού. Παρα το γεγονός πως τα κράτη φαίνεται να μην προσεγγίζουν ομοίως το θέμα του καθορισμού της ηλικίας, το Άρθρο 25 παρ. 5 της Οδηγίας για τις Διαδικασίες Ασύλου (2013/32/EE) ορίζει πως τα κράτη μέλη μπορούν να καταφεύγουν σε ιατρικές εξετάσεις όταν αυτές πραγματοποιούνται «με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του αιτούντος, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας», ενώ από το Άρθρο 8 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού καθίσταται σαφές πως οι διαδικασίες υπολογισμού της ηλικίας θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέτρο. Τέλος στην Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων τίθενται ορισμένα εχέγγυα διαπίστωσης της ανηλικότητας, όπως α) η ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών ως προς την ανηλικότητα, β) ρητή συγκατάθεση του παιδιού ή του κηδεμόνα του κατόπιν σχετικής ενημέρωσής τους και γ) η δυνατότητα αμφισβήτησης της εν λόγω διαδικασίας μέσω ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος.
Περαιτέρω τα κράτη μέλη θα πρέπει να διορίζουν έναν επίτροπο καθώς και νομικό σύμβουλο σε περίπτωση που εντοπίσουν στην επικράτειά τους ένα παιδί που έχει στερηθεί την οικογένειά του. Το ρόλο του προσωρινού επιτρόπου αναλαμβάνει αρχικά ο Εισαγγελέας Ανηλίκων, ο οποίος συνδράμει στη διαδικασία καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα. Ακόμα, προβλέπεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στην πολιτιστική ζωή, καθώς και οι υποχρεώσεις των κρατών περί προστασίας από οικονομική εκμετάλλευση, η παροχή υπηρεσιών αποκατάστασης, και βέβαια το μείζον η απαγόρευση κράτησης των παιδιών. Ως προς το τελευταίο, το οποίο αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που αναδύονται σχετικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους, η σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, όπως και οι οδηγίες 2013/33/ΕΕ και 2008/115/ΕΚ μιλούν για απαγόρευση κράτησης ανηλίκων, μέτρο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο ως έσχατη λύση και για το συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα. Αντιθέτως θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για άμεση απελευθέρωση, η κράτηση να μη γίνεται σε σωφρονιστικά καταστήματα, ούτε μαζί με ενηλίκους ή σε περιοχές απομονωμένες και να διασφαλίζεται ότι κατά τη διάρκεια της κράτησης οι ανήλικοι λαμβάνουν την απαραίτητη ιατρική και ψυχολογική θεραπεία. Ωστόσο, παρα τις ρητές επιταγές του ενωσιακού δικαίου η κράτηση ή μη των ασυνόδευτων ανηλίκων βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους. Νομολογιακά το ζήτημα έχει απασχολήσει αρκετές φορές το ΕΔΔΑ στο πλαίσιο των Άρθρων 3 (Απαγόρευση των βασανιστηρίων) και 5 (προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) της ΕΣΔΑ. Στην Ελλάδα, η κράτηση είναι υπό όρους επιτρεπτή και μάλιστα έχει καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ για τις συνθήκες κράτησης των ανήλικων αιτούντων παροχής διεθνούς προστασίας στις υποθέσεις Rahimi κατά Ελλάδος και Mohamad κατά Ελλάδος, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ, καθώς διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες κράτησης ισοδυναμούσαν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση».
Συμπερασματικά, το ζήτημα της μεταχείρισης και προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας. Ωστόσο χωρίς αμφιβολία, οι κακές συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα πρώτης υποδοχής, η απουσία Επιτρόπου, η ακατάλληλη κράτηση και η αναμονή για μια οικογενειακή επανένωση που ίσως δε γίνει και ποτέ, δεν δημιουργούν παρά μια ζοφερή πραγματικότητα για τα άτομα αυτά. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, που αποτελούν και τις χώρες εισόδου στην Ευρώπη, χρειάζεται να προσαρμόζονται συνεχώς στα ζητήματα που ανακύπτουν από τις μεταναστευτικές ροές και να δημιουργούν ένα προστατευτικό καθεστώς ειδικά για τους ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες,
Το ρόλο του προσωρινού επιτρόπου αναλαμβάνει αρχικά ο Εισαγγελέας Ανηλίκων, ο οποίος συνδράμει στη διαδικασία καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα
Source/ Author:Παναγιώτα Σταμάτη