Η ουσία του ανασταλτικού επί της εφέσεως αποτελέσματος - αναγκαιότητα και όρια στην πράξη
Σύνηθες είναι, επί της εις πρώτον βαθμό εκδικάσεως ποινικών υποθέσεων, να αναστέλλεται από και δια της ασκήσεως εφέσεως (είτε από τον καταδικασθέντα είτε υπέρ του από τον εισαγγελέα) η επιβαλλόμενη δι’ αποφάσεως απαγγελθείσα ποινή του κατηγορουμένου και μάλιστα μέχρι της εις δεύτερο βαθμό εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών. Στη δικαστηριακή πρακτική, ερωτήματα γεννιούνταν ανέκαθεν και εν σχέσει με το πόσο αξιόπιστο είναι το τάδε ή το δείνα δικάσαν και καταδικάσαν δικαστήριο να χορηγήσει, άλλως προσδώσει, ή όχι, ανασταλτικό επί της εφέσεως αποτέλεσμα.
Το τι ισχύει νομοθετικώς είναι το μοναδικό επί τούτου που δεν γεννά σε πρακτική βάση ερωτήματα.
Κατ’ άρθρον 497 παρ.1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφ’ εξής ΚΠΔ), ως τούτος ισχύει κατόπιν της νομοθετικής μεταβολής που επέφερε ο Ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021), ισχύει ότι ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνον η παραδεκτώς ασκηθείσα έφεση και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. Επομένως, η όποια επιβληθείσα από το εις πρώτο βαθμό δικάσαν ποινικό δικαστήριο ποινή αναστέλλεται από και δια της ίδιας της άσκησης της εφέσεως.
Το πλέον ουσιαστικό το οποίο δεν θα μπορούσε, από κριτικής επόψεως κι αξιολογήσεως, να διαφύγει της προσοχής μας είναι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ. Η ως άνω διάταξη προβλέπει ότι σε περιπτώσεις επιβληθεισών ποινών πρόσκαιρης κάθειρξης (5-15 έτη), η κρίση για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως επαφίεται στο ίδιο το δικάσαν δικαστήριο. Κατά το ίδιο άρθρο, το τελευταίο με ειδική αιτιολογία εφαρμοζομένων των αναφερομένων στην παρ.8, αποφασίζει αμέσως κατόπιν της απαγγελθείσης αποφάσεως είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν δηλώσεως του καταδικασθέντος πια σε πρώτο βαθμό κατηγορουμένου για πρόθεσή του να ασκήσει έφεση.
Το πνεύμα της ανωτέρω διάταξης (ως συνάγεται και από την παρ.8 και ισχύει και για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής του άρθρου 497 παρ.7 ΚΠΔ) έγκειται στην αποφυγή βλάβης την οποία ενδέχεται να υποστεί ο καταδικασθείς σε περίπτωση κράτησής του σε κάποιο Κατάστημα Κράτησης για το χρονικό διάστημα από την απαγγελία της πρωτόδικης καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, ιδίως σε υποθέσεις που κατά την απαγγελία της απόφασης δεν υφίσταται απόλυτη συμφωνία των δικαζόντων και επομένως πιθανολογείται σε ένα βαθμό -αναλόγως των αξιολογούμενων από την Έδρα κάθε φορά πραγματικών περιστατικών καθώς και του αποδεικτικού τους βάρους- ακόμη και η αθωότητα του καταδικασθέντος.
Επί τούτου, γεννάται το εύλογο -θα λέγαμε- ερώτημα σχετικά με το πόσο διεισδύει η ηθική απόδειξη (θεμελιωδέστατη αρχή εφαρμοζόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης έως και την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως) στην περί της ανασταλτικής υφής της έφεσης κρίση. Είναι δυνατόν, άραγε, ο δικάσας δικαστής μετά από μια σκληρή ακροαματική διαδικασία η οποία -μετά από εξέταση των μαρτύρων και του κατηγορουμένου, αξιολόγηση εισφερθέντων επί της Έδρας εγγράφων κι αποδείξεων κ.λπ.- τον οδήγησε σε κρίση για ενοχή/καταδίκη, να θεμελιώσει άρτια και αντικειμενική κρίση για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως σκεπτόμενος «προληπτικά» για την όποια βλάβη ανάλογα με την in concreto δέουσα κριθεί πραγματική κατάσταση του κάθε κατηγορουμένου και μάλιστα αμέσως μετά την απαγγελία καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης;
Ισχυρός φραγμός για τη μη χορήγηση ανασταλτικότητας στην έφεση είναι προφανώς η παρ.8 του άρθρου 497 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη της παρ.8, δεν δύναται χορηγηθεί ανασταλτικό επί της εφέσεως αποτέλεσμα όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν (βλ. άρθρο 497 παρ.5 ΚΠΔ περί εξάρτησης αναστέλλουσας ισχύος της εφέσεως από τους περιοριστικούς όρους) και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες προς διευκόλυνση της φυγής του κ.λπ., εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει κι άλλα εγκλήματα. Εκ των ως άνω, συνάγεται αδιαμφισβητήτως ότι η εκ του νόμου επιβαλλόμενη ειδική αιτιολογία για τα περιγραφέντα θέματα αποτελεί το όριο -άλλως φραγμό- αυθαιρέτων κρίσεων.
Από την άλλη πλευρά, χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα αν το δικαστήριο κρίνει ομοίως αιτιολογημένα ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα επιφέρει υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ. ανωτέρω) για τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή για την οικογένειά του.
Με ποια κριτήρια θα πρέπει, λοιπόν, να κρίνεται ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα επιφέρει υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον κατηγορούμενο ή για την οικογένειά του; Σίγουρα η πραγματικώς υφιστάμενη προσωπική κατάσταση του κατηγορουμένου και της οικογένειάς του, η σχέση του με τα μέλη της οικογένειάς του και ό,τι άλλο μπορεί να αντικατοπτρίσει κατά τρόπο εξειδικευμένο και, πάντως, αποδείξιμο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (π.χ. ιατρικό status).
Επομένως, ο κανόνας είναι να χορηγείται ανασταλτικό επί της εφέσεως αποτέλεσμα και ισχύς
Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 497 ΚΠΔ -θα λέγαμε ότι- ενέχουν εκείνη την ανθρωποκεντρικότητα που πρέπει να διέπει το ποινικό δίκαιο. Το τελευταίο δεν είναι το δίκαιο της «φυλακής» ή της «άκρως αυστηρής τιμωρίας» αλλά το δίκαιο της «απόδειξης» της οποίας το βάρος δεν φέρει ο κατηγορούμενος ούτε κι ο συνήγορός του. Το βάρος των τελευταίων έγκειται στην πρόκληση αμφιβολιών και η ύπαρξη αμφιβολιών στα ποινικά δικαστήρια ανάγεται εν τέλει σε κανόνα.
Ως παρατήρηση θα μπορούσε να εκφραστεί το ότι στην προσωπική κατάσταση του κατηγορουμένου που δέον ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο επί της ανασταλτικής ισχύος της εφέσεως (και όχι μόνον!) ΔΕΝ πρέπει να εντάσσεται το όποιο τυχόν διαμορφωθέν κύρος του κατηγορουμένου σε κοινωνικό ή/ και επαγγελματικό τομέα. Διότι, έτσι θα εθίγετο και το κύρος του Δικαστηρίου που απλώς επλανήθη από φαινομενικής μόνον αξίας δεδομένα, απέχοντας έτσι από την εις βάθος προσέγγιση της φαιάς ουσίας της Δικαιοσύνης που δεν είναι άλλη από την ουσιαστική αλήθεια!
Το πλέον ουσιαστικό το οποίο δεν θα μπορούσε, από κριτικής επόψεως κι αξιολογήσεως, να διαφύγει της προσοχής μας είναι η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ
Source/ Author:Αρθρογραφία / Κωνσταντίνος Χριστόπουλος