Άρθρο 10 ΕΣΔΑ: Σημαντικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ
(2017-2018)
I. Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ - Ελευθερία έκφρασης
Η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αποτελεί απαράγραπτο όρο για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου και θεμέλιο λίθο για κάθε ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία. Με απλά λόγια, εξασφαλίζει το δικαίωμά μας να διατηρούμε και να μοιραζόμαστε απόψεις και ιδέες χωρίς να παρεμβαίνει το κράτος. Συνιστά ένα δικαίωμα ζωτικής σημασίας όσον αφορά την πραγμάτωση των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας, καθώς και την αποτελεσματική προστασία του συνόλου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, μπορούν να δικαιολογηθούν παρεμβάσεις σε αυτό το δικαίωμα, ιδίως βάσει του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, ήτοι τα συμβαλλόμενα κράτη μπορούν να επιβάλουν νόμιμα ορισμένους περιορισμούς υπό προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (Ελευθερία της έκφρασης):
«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.»
Στη συνέχεια, θα αναφερθούν ενδεικτικά πέντε πρόσφατες/ενδιαφέρουσες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προκειμένου να αναδειχθεί η θεμελιώδης σημασία της σύγχρονης νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σχετικά με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
II. Αποφάσεις του ΕΔΔΑ
Α. Döner κ.α. κατά Τουρκίας (Αρ. προσφ. 29994/02)
Παραβίαση ελεύθερης έκφρασης και προσωπικής ελευθερίας λόγω σύλληψης και δίωξης κατόπιν άσκησης του δικαιώματος του αναφέρεσθαι στις αρχές.
Με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, στην υπόθεση Döner και άλλοι κατά Τουρκίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ως προς το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, καθώς και του άρθρου 5 παρ. 3, 4 και 5 της Σύμβασης, ως προς το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, λόγω σύλληψης και δίωξης γονέων που υπέβαλαν αναφορά προς τις τουρκικές αρχές για το δικαίωμα των παιδιών τους να λάβουν εκπαίδευση στην κουρδική γλώσσα στα δημόσια δημοτικά σχολεία.
Όσον αφορά τα γεγονότα, τον Δεκέμβριο του 2001, οι προσφεύγοντες γονείς υπέβαλαν αναφορές προς τις τουρκικές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης με το αίτημα τα παιδιά τους να λάβουν εκπαίδευση στην κουρδική γλώσσα στα δημόσια δημοτικά σχολεία τους. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε έρευνα στις κατοικίες των προσφευγόντων με την υποψία ότι η δράση τους είχε υποκινηθεί από παράνομη ένοπλη οργάνωση (το «PKK»). Παρά το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία, οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν και παρέμειναν όλοι τους υπό κράτηση για τέσσερις ημέρες και κάποιοι για σχεδόν ένα μήνα. Όλοι -εκτός από έναν- από τους προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν και δικάστηκαν ενώπιον Δικαστηρίου Κρατικής Ασφαλείας για υποβοήθηση και συνέργεια σε παράνομη ένοπλη οργάνωση, ενώ τελικά αθωώθηκαν. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι είχαν υποβληθεί σε ποινική διαδικασία για τη χρήση του συνταγματικού τους δικαιώματος της αναφοράς προς τις αρχές, παρά την απουσία οποιωνδήποτε διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που απαγόρευαν μια τέτοια συμπεριφορά. Επικαλέστηκαν παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ που αφορά τη μη επιβολή ποινής άνευ νόμου.
Πρέπει να τονισθεί ότι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταγγελία των προσφευγόντων έπρεπε να εξεταστεί βάσει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (όχι σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ). Συναφώς, κηρύχθηκε απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη η καταγγελία του προσφεύγοντος που δεν διώχθηκε, αφού ο ίδιος στην πραγματικότητα δεν υπέβαλε αίτηση (ζητώντας τη δυνατότητα εκπαίδευσης των παιδιών στην κουρδική γλώσσα) και δεν μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί ότι είχε ασκήσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Όσον αφορά τους λοιπούς προσφεύγοντες, ο τρόπος αντιμετώπισής τους - ιδίως η σύλληψη και η στέρηση της ελευθερίας τους - για απλή αναφορά προς τις κρατικές αρχές για ένα θέμα «δημοσίου συμφέροντος» αποτελούσε σημείο παρέμβασης στην άσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης. Το γεγονός ότι τελικά αθωώθηκαν δεν τους στερεί το «καθεστώς του θύματος» στο οποίο περιήλθαν, διότι το τουρκικό Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας δεν αναγνώρισε αποζημίωση για την παραβίαση του δικαιώματός τους.
Δεν ήταν απαραίτητο να καθοριστεί εάν η κρατική παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης προβλεπόταν από το νόμο ή επιδίωκε κάποιο θεμιτό σκοπό αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ήταν προφανές, από τα επιχειρήματα που προέβαλε η εισαγγελία και η κυβέρνηση, ότι οι προσφεύγοντες είχαν αντιμετωπίσει τα δυσμενή μέτρα -όχι λόγω της ουσίας των αιτημάτων τους- αλλά επειδή υποτίθεται ότι αυτά εστάλησαν ως μέρος μιας συλλογικής δράσης που υποκινήθηκε από παράνομη ένοπλη οργάνωση. Αν και το Δικαστήριο δεν υποτίμησε τις δυσκολίες τις οποίες συνεπάγεται η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το γεγονός αυτό και μόνο δεν απαλλάσσει τις εθνικές αρχές από τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, αν και η ελευθερία της έκφρασης δύναται να περιοριστεί νόμιμα προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας και της δημόσιας ασφάλειας, οι περιορισμοί θα έπρεπε να δικαιολογηθούν επαρκώς και να αποτελέσουν απάντηση σε μια έκτακτη κοινωνική ανάγκη. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, οι αρμόδιες κρατικές αρχές παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν -ως βάση για τα μέτρα- μια αποδεκτή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και να εφαρμόσουν τα πρότυπα που ήταν σύμφωνα με τις αρχές που περιέχονται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι: (α) Οι αναφορές με αίτημα την εκπαίδευση στην κουρδική γλώσσα στα δημοτικά σχολεία υποβλήθηκαν εν μέσω μιας δημόσιας συζήτησης στην Τουρκία σχετικά με τα κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα των Τούρκων πολιτών κουρδικής εθνοτικής καταγωγής, και, επομένως, αφορούσε ένα θέμα «δημοσίου συμφέροντος», (β) οι κρατικές αρχές δεν επέδειξαν την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση ως προς την προσφυγή σε ποινικές διαδικασίες, αντί να υλοποιηθεί μια συζήτηση που αρμόζει σε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, αλλά αντ’ αυτού χρησιμοποίησαν το νομικό οπλοστάσιο που είχαν στη διάθεσή τους με σχεδόν καταπιεστικό τρόπο, (γ) ούτε οι απόψεις που εκφράζονται στις αναφορές, ούτε η μορφή με την οποία μεταφέρθηκαν εγείρουν αμφιβολίες σχετικά με τον ειρηνικό χαρακτήρα του αιτήματος των προσφευγόντων, ενώ το γεγονός ότι μπορεί να συνέπεσαν με τους στόχους και τις οδηγίες μιας παράνομης ένοπλης οργάνωσης δεν αναιρεί την προστασία του αιτήματος υπό το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 της Σύμβασης σχετικά με το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης, ομόφωνα, παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 3, 4 και 5 της Σύμβασης σχετικά με την κράτηση των προσφευγόντων. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί οριστική, με ημερομηνία 07/06/2017, βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
Β. Ólafsson κατά Ισλανδίας (Αρ. προσφ. 58493/13)
Αδικαιολόγητος περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης σε περιπτώσεις σοβαρών θεμάτων δημοσίου συμφέροντος.
Με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2017, στην υπόθεση Ólafsson κατά Ισλανδίας, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ως προς το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και μετάδοσης των πληροφοριών, σε περιστατικό όπου ο συντάκτης ενός “web-based media site” δέχθηκε πρόστιμο αδικαιολόγητα λόγω δημοσίευσης καταγγελιών κακοποίησης παιδιών εναντίον ατόμου που κατέβηκε ως υποψήφιος πολιτικός στις εκλογές.
Ως προς τα γεγονότα, ο προσφεύγων (συντάκτης) δημοσίευσε τις καταγγελίες δύο γυναικών (που είναι αδελφές), για συγγενή τους που κατέβαινε ως υποψήφιος στις εκλογές, οι οποίες υποστήριζαν ότι τις είχε κακοποιήσει σεξουαλικά όταν ήταν παιδιά. Ο συγγενής τους κατέθεσε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον του προσφεύγοντος συντάκτη. Στις 21 Φεβρουαρίου 2013, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισλανδίας έκρινε τις δηλώσεις, που αποτελούνταν από υπαινιγμούς ότι ο υποψήφιος πολιτικός εμπλεκόταν σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, ως δυσφημιστικές και καταδίκασε τον συντάκτη σε καταβολή αποζημίωσης. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε, δυνάμει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.
Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι στο επίμαχο ζήτημα η είδηση της άσκησης σεξουαλικής βίας κατά παιδιών από έναν υποψήφιο πολιτικό αποτελούσε ένα σοβαρό θέμα δημοσίου συμφέροντος. Ο συγγενής των δύο γυναικών, κατεβαίνοντας ως υποψήφιος πολιτικός στις γενικές εκλογές, έπρεπε να έχει λάβει υπόψη ότι αναπόφευκτα και εν γνώσει του έχει θέσει τον εαυτό του σε έναν «ανοικτό για το κοινό» αυστηρότερο έλεγχο των πράξεών του. Η γενική υποχρέωση για τους δημοσιογράφους -συστηματικά και επίσημα- να αποστασιοποιούνται από το περιεχόμενο μιας δήλωσης που θα μπορούσε να προσβάλει ή να προκαλέσει τους άλλους ή να βλάψει τη φήμη τους δεν δύναται να συμβιβαστεί με το ρόλο του Τύπου για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα τρέχοντα γεγονότα, τις απόψεις και τις ιδέες. Η τιμωρία ενός δημοσιογράφου για την παροχή βοήθειας στην διάδοση των καταγγελιών ενός άλλου προσώπου στο πλαίσιο μιας συνέντευξης δύναται να παρεμποδίσει τη συμβολή του Τύπου στη συζήτηση των θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος και δεν πρέπει να εξετάζεται ως επιλογή, εκτός εάν προκύπτουν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι για κάτι τέτοιο. Ο δημοσιογράφος που είχε γράψει τα άρθρα είχε προσπαθήσει να θεμελιώσει την αξιοπιστία των αδελφών και την αλήθεια των ισχυρισμών τους από συνεντεύξεις αρκετών -σχετικών με το θέμα- ανθρώπων, ενώ δόθηκε η ευκαιρία στον συγγενή (υποψήφιο πολιτικό) να σχολιάσει τους ισχυρισμούς αυτούς.
Υπό τις συνθήκες αυτές, αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι ο προσφεύγων ήταν ο συντάκτης και όχι ο δημοσιογράφος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο προσφεύγων ενήργησε με καλή πίστη και είχε σιγουρευτεί ότι το άρθρο είχε γραφτεί σύμφωνα με τις συνήθεις δημοσιογραφικές υποχρεώσεις για την επαλήθευση ενός πραγματικού ισχυρισμού. Θα πρέπει πάντως να τονισθεί ότι ήταν σαφές ότι οι επίμαχες δηλώσεις προέρχονταν από τις αδελφές. Άλλωστε, είχαν ήδη γράψει μια επιστολή που περιείχε μέρος των ισχυρισμών τους και την είχαν στείλει στην ευρύτερη οικογένειά τους, τις υπηρεσίες της αστυνομίας και σε υπηρεσίες για την προστασία των παιδιών. Είχαν δημοσιεύσει την επιστολή αυτή και όλες τις επίμαχες δηλώσεις στη δική τους ιστοσελίδα, προτού τα άρθρα δημοσιευθούν από τον συντάκτη. Όμως, ο συγγενής τους δεν κατέθεσε αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον τους, ενώ είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να στραφεί μόνον κατά του προσφεύγοντος συντάκτη. Παρά το γεγονός ότι η αποζημίωση που ο προσφεύγων όφειλε να πληρώσει δεν περιλάμβανε τυχόν ποινικές κυρώσεις και το ύψος της δεν φαινόταν αυστηρό, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αναλογικότητας -ανεξάρτητα από το εάν η ποινή που επιβλήθηκε ήταν ήσσονος σημασίας- αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι κάθε αδικαιολόγητος περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης συνεπάγεται τον κίνδυνο παρεμπόδισης ή παράλυσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε παρόμοιες περιπτώσεις σοβαρών θεμάτων δημοσίου συμφέροντος.
Το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης σχετικά με το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί οριστική, με ημερομηνία 16/06/2017, βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Γ. Becker κατά Νορβηγίας (Αρ. προσφ. 21272/12)
Παραβίαση λόγω εντολής σε δημοσιογράφο να καταθέσει κατά της πηγής της που είχε ήδη αποκαλυφθεί.
Με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2017, στην υπόθεση Becker κατά Νορβηγίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, όσον αφορά την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, λόγω εντολής σε δημοσιογράφο να καταθέσει κατά της δημοσιογραφικής πηγής της που είχε ήδη αποκαλυφθεί.
Όσον αφορά τα γεγονότα, τον Αύγουστο του 2007, η προσφεύγουσα, η οποία ασκούσε το επάγγελμα του δημοσιογράφου και εργαζόταν σε μια νορβηγική διαδικτυακή ιστοσελίδα εφημερίδας, έγραψε ένα άρθρο σχετικά με μια εταιρία που ήταν εισηγμένη στο χρηματιστήριο, βάσει τηλεφωνικής συνομιλίας με τον «κ. X» και μιας επιστολής που συντάχθηκε από δικηγόρο (ο κ. Χ απέστειλε στην προσφεύγουσα αντίγραφο της επιστολής με fax). Τον Ιούνιο του 2010, ο κ. Χ κατηγορήθηκε για χειραγώγηση της αγοράς και εμπορία εμπιστευτικών πληροφοριών. Ειδικότερα, η κατηγορία ήταν ότι ζήτησε από τον προαναφερόμενο δικηγόρο να συντάξει την επιστολή που έδινε την εντύπωση ότι είχε συνταχθεί για λογαριασμό κάποιων κατόχων ομολόγων που ενδιαφέρονταν για τη ρευστότητα, τα οικονομικά και το μέλλον της εταιρείας.
Στην πραγματικότητα, όμως, γράφτηκε μόνο για λογαριασμό του κ. Χ, ο οποίος κατείχε ένα και μοναδικό ομόλογο, το οποίο είχε αποκτήσει την ίδια ημέρα που είχε ζητήσει από τον δικηγόρο να συντάξει την επιστολή. Η τιμή του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας έπεσε μετά τη δημοσίευση του άρθρου της δημοσιογράφου, η οποία, στη συνέχεια, ανακρίθηκε από την αστυνομία και ενημερώθηκε ότι ο κ. Χ είχε παραδεχθεί ότι της παρέδωσε την επιστολή. Η προσφεύγουσα δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να γνωστοποιήσει ότι, πράγματι, έλαβε την επιστολή, όμως αρνήθηκε να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες με το σκεπτικό ότι οι δημοσιογραφικές πηγές πρέπει να προστατεύονται. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας κατά του κ. Χ η προσφεύγουσα κλήθηκε ως μάρτυρας, αλλά, στηριζόμενη στο εσωτερικό δίκαιο της Νορβηγίας και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, αρνήθηκε να καταθέσει.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε το καθήκον να αποδείξει τις επαφές της με τον κ. Χ σε σχέση με την επιστολή του δικηγόρου. Το 2011, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο της προσφεύγουσας κατά της εντολής προς αυτήν να καταθέσει, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, εφόσον η πηγή της αποκαλύφθηκε και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε ανάγκη προστασίας της. Η βασική αιτιολόγηση της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών βασιζόταν στις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η αποκάλυψη της ταυτότητας μιας πηγής για την ελεύθερη ροή των πληροφοριών. Στην προσφεύγουσα επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 3.700 ευρώ για αδίκημα κατά την απονομή δικαιοσύνης.
Αρχικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ενώπιον του ΕΔΔΑ, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι είχε υποχρεωθεί να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία που θα επέτρεπαν την αναγνώριση των δημοσιογραφικών πηγών της, κατά παράβαση του δικαιώματός της -δυνάμει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ- να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες ελεύθερα.
Η υπόθεση εξετάστηκε υπό το πρίσμα του εάν η παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί σε σειρά προγενέστερων αποφάσεών του. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν είχε παλαιότερα την ευκαιρία να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα που προέκυψε εν προκειμένω. Η νομολογία του έδειξε ότι η προστασία της δημοσιογράφου βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης δεν θα μπορούσε αυτομάτως να καταργηθεί λόγω της συμπεριφοράς της ίδιας της πηγής της. Κατά την εκτίμηση της αναγκαιότητας της παρέμβασης, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει αν είχαν προσκομιστεί σχετικοί και επαρκείς λόγοι σχετικά με την εντολή να καταθέσει η προσφεύγουσα. Οι περιστάσεις που αφορούν την ταυτότητα του κ. X ήταν μόνο ένα στοιχείο αυτής της εκτιμήσεως. Μολονότι το ΕΔΔΑ παραδέχτηκε ότι όταν μια πηγή αποκαλύπτεται μπορούν να μετριαστούν μερικές από τις ανησυχίες που είναι εγγενείς σε μέτρα που συνεπάγονται την αποκάλυψη δημοσιογραφικών πηγών, η αποκάλυψη της ταυτότητας του κ. Χ δεν θα μπορούσε να είναι καθοριστική για την εκτίμηση της αναλογικότητας.
Η προστασία προς τους δημοσιογράφους, όσον αφορά το δικαίωμά τους να διατηρούν εμπιστευτικές τις πηγές τους, είναι διττή, καθώς δεν αφορά μόνο τον δημοσιογράφο αλλά και ειδικότερα την πηγή που εθελοντικά προσφέρει βοήθεια στον Τύπο για την ενημέρωση του κοινού σχετικά με θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Συνεπώς, από τις περιστάσεις, όσον αφορά το κίνητρο του κ. X να παρουσιαστεί ως πηγή της προσφεύγουσας και την παραδοχή του κατά τη διάρκεια της έρευνας, προκύπτει ότι ο βαθμός προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να είναι ισότιμος με αυτόν που παρέχεται σε δημοσιογράφους που έχουν ως πηγές τους άτομα άγνωστης ταυτότητας. Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί ότι το γεγονός ότι ο κ. Χ κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε την προσφεύγουσα ως εργαλείο χειραγώγησης της αγοράς αφορούσε την εκτίμηση της αναλογικότητας. Η αποκάλυψη πηγών έγινε ζήτημα στην παρούσα υπόθεση σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ερωτήματα, π.χ. για την πρόληψη περαιτέρω ζημιών στην εταιρεία ή τους μετόχους της. Επομένως, ο επιβλαβής σκοπός της πηγής είχε περιορισμένο βάρος όταν διατάχθηκε η κατάθεση της προσφεύγουσας.
Η απόφαση σχετικά με το αν η εντολή ήταν αναγκαία για την προσφεύγουσα βασίστηκε κυρίως στην εκτίμηση της ανάγκης των αποδείξεών της κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας και των επακόλουθων δικαστικών διαδικασιών κατά του κ. X, ο οποίος όμως δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν αναγκαία η επιβολή της επίμαχης εντολής για την προστασία των δικαιωμάτων του. Έπειτα, η άρνηση της ως δημοσιογράφου να αποκαλύψει την πηγή της ουδόλως εμπόδισε την έρευνα ή τη διαδικασία εναντίον του κ. Χ. Η εισαγγελική αρχή είχε καταθέσει το κατηγορητήριο της εναντίον του, χωρίς να έχει λάβει πληροφορίες από την προσφεύγουσα που αποκάλυπταν την πηγή της. Τα εθνικά δικαστήρια μπόρεσαν να εξετάσουν το βάσιμο των κατηγοριών. Όταν η προσφεύγουσα άσκησε έφεση εναντίον της εντολής να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία, ο εισαγγελέας δήλωσε ότι δεν θα ζητήσει αναβολή, καθώς κατά την κρίση της εισαγγελικής αρχής η υπόθεση είχε αποκαλυφθεί επαρκώς ακόμη και χωρίς τη μαρτυρία της προσφεύγουσας. Άλλωστε, από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων κατά του κ. Χ φάνηκε ότι η άρνηση της προσφεύγουσας δεν είχε προκαλέσει οποιαδήποτε ανησυχία από πλευράς τους σχετικά με την υπόθεση ή τα αποδεικτικά στοιχεία κατά του κ. Χ.
Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι δίνεται ψυχρή εντύπωση όποτε οι δημοσιογράφοι φαίνεται ότι βοηθούν στην ταυτοποίηση ανώνυμων πηγών. Εν προκειμένω, η διαταγή γνωστοποίησης περιοριζόταν στην εντολή της προσφεύγουσας να καταθέσει την επαφή της με τον κ. X, ο οποίος είχε δηλώσει ότι, πράγματι, ήταν η πηγή. Αν και είναι αλήθεια ότι η δημόσια αντίληψη για την αρχή της μη αποκάλυψης των πηγών δεν θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να υποστεί ουσιαστική ζημία, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν αρκούσαν για να υποχρεώσουν την προσφεύγουσα να καταθέσει. Οι λόγοι που προβλήθηκαν υπέρ της υποχρέωσης της να καταθέσει, αν και σχετικοί, ήταν ανεπαρκείς. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι η εντολή προς την δημοσιογράφο ήταν δικαιολογημένη λόγω επιτακτικής ανάγκης δημοσίου ενδιαφέροντος ή ότι ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συναφώς, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί οριστική, με ημερομηνία 5/1/2018, βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 της Σύμβασης.
Δ. Verlagsgruppe Droemer Knaur GmbH & Co. KG κατά Γερμανίας (Αρ. προσφ. 35030/13)
Μη Παραβίαση - Εκδότης υποχρεώθηκε σε αποζημίωση λόγω δυσφήμισης προσώπου.
<Με την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, στην υπόθεση Verlagsgruppe Droemer Knaur GmbH & Co. KG κατά Γερμανίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σε περίπτωση κατά την οποία εκδότης διατάχθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε άτομο που είχε χαρακτηρίσει ως υποτιθέμενο μέλος της μαφίας.
Όσον αφορά τα γεγονότα, η προσφεύγουσα εταιρεία (εκδοτικός οίκος βιβλίων) είχε καταδικαστεί να καταβάλει αποζημίωση ύψους 10.000 ευρώ σε πρόσωπο στο οποίο αναφέρθηκε, σε βιβλίο που δημοσίευσε, ως υποτιθέμενο μέλος της μαφίας. Η εταιρεία είχε βασίσει το σχετικό απόσπασμα, μεταξύ άλλων, σε μια εσωτερική έκθεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ποινικών Ερευνών. Εντούτοις, τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε συμμορφωθεί με το καθήκον της να προβεί σε διεξοδική έρευνα, προσβάλλοντας σοβαρά το δικαίωμα της προσωπικότητας του εν λόγω προσώπου. Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο εκδοτικός οίκος ισχυρίστηκε ότι η εντολή περί αποζημιώσεως παραβίαζε το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης.
Το ερώτημα που τέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν το κατά πόσο υπήρξε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρείας και του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της φήμης του εν λόγω προσώπου.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, τα εθνικά δικαστήρια εξισορρόπησαν προσεκτικά τα εν λόγω δικαιώματα, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η νομολογία του Δικαστηρίου, και απέδωσαν θεμελιώδη σημασία στην αλήθεια του μηνύματος που μεταδόθηκε. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν τα εθνικά δικαστήρια κατά την εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών συμφερόντων, δεν υπήρχαν σοβαροί λόγοι για να αντικαταστήσει το Δικαστήριο την άποψη των εθνικών δικαστηρίων.
Με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, το ΕΔΔΑ έκρινε, με έξι ψήφους υπέρ (έναντι ενός), ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί οριστική, με ημερομηνία 19/1/2018, βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 της Σύμβασης.
Ε. Sekmadienis Ltd. κατά Λιθουανίας (Αρ. προσφ. 69317/14)
Παραβίαση λόγω προστίμου για διαφήμιση που απεικόνιζε θρησκευτικές προσωπικότητες.
<Με την απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 2018, στην υπόθεση Sekmadienis Ltd. κατά Λιθουανίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, σε περίπτωση κατά την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο σε εμπορική εταιρεία για την πραγματοποίηση διαφημίσεων που απεικόνιζαν θρησκευτικές φιγούρες.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, επιβλήθηκε πρόστιμο στην προσφεύγουσα εταιρεία από την κρατική αρχή προστασίας των καταναλωτών, για παράβαση του άρθρου 4 παρ. 2 του νόμου περί διαφημίσεως, λόγω διεξαγωγής διαφημιστικής εκστρατείας που παραβίαζε τα χρηστά ήθη. Ειδικότερα, η εκστρατεία έλαβε τη μορφή μιας σειράς διαφημίσεων προβάλλοντας μοντέλα ντυμένα με ρούχα σχεδιαστών με λεζάντες όπως “Jesus, what trousers!”, “Dear Mary, what a dress!” και “Jesus [and] Mary, what are you wearing!”. Οι προσφυγές της εταιρείας στα εθνικά δικαστήρια απορρίφθηκαν.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρεία συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης. Η παρέμβαση αυτή επιδίωκε τους θεμιτούς σκοπούς της προστασίας της ηθικής που απορρέει από τη χριστιανική πίστη και του δικαιώματος των θρησκευόμενων να μην προσβάλλονται για λόγους σχετικούς με τις πεποιθήσεις τους.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε νόημα να προσδιοριστεί αν η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, καθώς οπωσδήποτε δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι διαφημίσεις δεν προορίζονταν να συμβάλλουν σε δημόσιο διάλογο σχετικά με τη θρησκεία ή άλλα θέματα γενικού συμφέροντος. Επομένως, το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών ήταν αντίστοιχα ευρύτερο. Επιπλέον, οι διαφημίσεις δεν ήταν αθέμιτα προσβλητικές και δεν υποκίνησαν το μίσος λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων με αδικαιολόγητο ή καταχρηστικό τρόπο. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να παράσχουν σχετικούς και επαρκείς λόγους για τους οποίους οι διαφημίσεις παραμένουν αντίθετες προς τα χρηστά ήθη. Ωστόσο, οι λόγοι που παρείχαν τα εθνικά δικαστήρια και άλλες αρχές δεν δύνανται να θεωρηθούν σχετικοί και επαρκείς, αφού δεν εξήγησαν επαρκώς γιατί η αναφορά σε θρησκευτικά σύμβολα στις διαφημίσεις ήταν προσβλητική κ.ο.κ.
Εν ολίγοις, οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της προστασίας των χρηστών ηθών και των δικαιωμάτων των θρησκευόμενων και, αφετέρου, του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας στην ελευθερία έκφρασης. Η διατύπωση των αποφάσεών τους έδειξε ότι είχαν παραχωρήσει την απόλυτη υπεροχή στην προστασία των συναισθημάτων των θρησκευόμενων ατόμων, δίχως να λάβουν επαρκώς υπόψη το δικαίωμα της εταιρείας στην ελευθερία της έκφρασης. Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ. Η απόφαση αυτή έχει καταστεί οριστική, με ημερομηνία 30/04/2018, βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
III. Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Συγκεφαλαιωτικά, επισημαίνεται ότι οι παραπάνω αποφάσεις του ΕΔΔΑ είναι ιδιαίτερα σημαντικές για πολλούς λόγους. Όπως ήδη ανωτέρω αναπτύχθηκε, το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι:
α) στην υπόθεση Döner κ.α. κατά Τουρκίας υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 και του άρθρου 5 παρ. 3, 4 και 5 της ΕΣΔΑ, λόγω σύλληψης και δίωξης γονέων που υπέβαλαν αναφορά προς τις τουρκικές αρχές για το δικαίωμα των παιδιών τους να λάβουν εκπαίδευση στην κουρδική γλώσσα στα δημόσια δημοτικά σχολεία,
β) στην υπόθεση Ólafsson κατά Ισλανδίας υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού κρίθηκε ότι κάθε αδικαιολόγητος περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης σε περιπτώσεις σοβαρών θεμάτων δημοσίου συμφέροντος συνεπάγεται τον κίνδυνο παρεμπόδισης ή παράλυσης των ΜΜΕ,
γ) στην υπόθεση Becker κατά Νορβηγίας υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, διότι οι λόγοι που προβλήθηκαν υπέρ της υποχρέωσης της δημοσιογράφου να καταθέσει, αν και σχετικοί, θεωρήθηκαν ανεπαρκείς,
δ) στην υπόθεση Verlagsgruppe Droemer Knaur GmbH & Co. KG κατά Γερμανίας, αντιθέτως, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, εφόσον επετεύχθη μια ουσιαστική εξισορρόπηση μεταξύ της ελευθερίας έκφρασης του εκδότη και του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής/φήμης του ατόμου που είχε δυσφημιστεί,
ε) στην υπόθεση Sekmadienis Ltd. κατά Λιθουανίας υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, διότι δεν επετεύχθη μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων των θρησκευόμενων και του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας στην ελευθερία της έκφρασης.
Είναι βέβαιο ότι το ΕΔΔΑ θα έχει την ευκαιρία, με τη μεταγενέστερη νομολογία του, να ερμηνεύσει και να αποσαφηνίσει με μια ακόμη πιο σύγχρονη και προοδευτική ματιά τις διατάξεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.