Άρειος Πάγος (Α2, Πολιτικό), Απόφαση 97/2020, Διάκριση Σύμβασης Δανείου και Αλληλόχρεου Λογαριασμού
Στην εξεταζόμενη ένδικη διαφορά προσεβλήθη αναιρετικώς η υπ’ αριθμόν 4839/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών βάσει της διάταξης του άρθρου 559 παρ. 1 για εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, που εσφαλμένα δεν εφάρμοσε, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, και των άρθρων 361, 806-807 ΑΚ, που εσφαλμένα εφάρμοσε, καίτοι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις τους, με συνέπεια τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους ως δανείου, αντί του ορθού χαρακτηρισμού αυτής ως πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, με αποτέλεσμα τη μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν.3259/2004 αναφορικά με τη βάση υπολογισμού της οφειλής, καθόσον δέχθηκε ότι ως βάση του υπολογισμού λαμβάνεται το άθροισμα του ποσού του ληφθέντος αρχικού κεφαλαίου μόνον, χωρίς οφειλές από τόκους και έξοδα, ενώ έπρεπε να θέσει ως βάση υπολογισμού το κατάλοιπο εκάστης πίστωσης κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης.
Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέτασε τα χαρακτηριστικά της σύμβασης του δανείου και του αλληλόχρεου λογαριασμού και προέβη στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της συναφθείσας μεταξύ των αντιδίκων σύμβασης προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 ‘’Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών κ.λπ.”
Όπως αναλύεται στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου. Τον χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια Τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητά της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθησή της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Κάθε δε συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με τον πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η Τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και ιδίως τον ανά τρίμηνο ανατοκισμό. Όταν δεν είναι δυνατό οι μεταξύ των μερών κύριες συμβάσεις και δοσοληψίες να εξυπηρετηθούν μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, τότε η τήρησή του δεν είναι επιτρεπτή και αυτό ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής συμφωνίας, η οποία, ως αντίθετη στη φύση και λειτουργία και στα αποτελέσματα του, κρίνεται ως μη σύννομη. Συνακόλουθα δεν υπάρχει δυνατότητα αποστολών από την πλευρά του ενός διαδίκου (ΑΠ 543/1998). Επίσης δεν συντρέχει περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού όταν η συνδέουσα τα μέρη έννομη σχέση δεν είναι τραπεζικό άνοιγμα πίστωσης αλλά κοινός δανεισμός, όταν δηλαδή η μεν δανείστρια τράπεζα καταβάλλει το δάνεισμα στον οφειλέτη ή με βάση - σύμβαση υπόσχεσης δανείου εφάπαξ ή τμηματικά ο δε δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέφει εφάπαξ ή τμηματικά όπως στην περίπτωση τοκοχρεολυτικού δανείου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
Όπως απεφάνθη το Εφετείο, ο τρόπος επανακαθορισμού της οφειλής του ενάγοντος (από την εναγομένη τραπεζική εταιρεία) δεν είναι νόμιμος. ……..διότι η εναγομένη εσφαλμένως κατά τον υπολογισμό εξέλαβε τις πιο πάνω συμβάσεις βραχυπροθέσμων δανείων ως συμβάσεις πίστωσης κινηθείσες µε αλληλόχρεο λογαριασμό λαμβάνοντας έτσι ως βάση του υπολογισμού το υπόλοιπο των λογαριασμών μετά την τελευταία εκταμίευση, χρησιμοποιώντας τέλος για όλες τις συμβάσεις το συντελεστή 3, ενώ θα έπρεπε να υπολογίσει τις οφειλές αυτές µε βάση το ποσό των ληφθέντων κεφαλαίων και δανείων, δοθέντος ότι οι εν λόγω συμβάσεις αποτελούν συμβάσεις δανείων.
Ακολούθως βάσει της δευτεροβάθμιας απόφασης, οι ως άνω συμβάσεις των βραχυπροθέσμων δανείων, που υπογράφηκαν μεταξύ των διαδίκων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δόθηκε σε αυτές, δεν διέπονται από τις διατάξεις του αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού, καίτοι προέβλεπαν ότι τα δάνεια θα παρακολουθούνται σε υπομερίδα του οφειλέτη µε τη μορφή του ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού, ουδέν όμως διελάμβαναν περί συμφωνίας των συμβαλλομένων ότι οι χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλεια τους και ότι η αξίωση της τράπεζας θα γεννάται µόνο από το προκύπτον κατάλοιπο, παρά, αντίθετα, ρητά αναγράφεται στο άρθρο 2 (της δανειακής σύμβασης) ότι οι απαιτήσεις της δανείστριας θα αποδεικνύονται είτε µε βάση τη σύμβαση είτε τα υπογραφόμενα εντάλματα ή άλλα αποδεικτικά έγγραφα για τη χρήση της πίστωσης, δίνοντας τη δυνατότητα στην εναγομένη να αποδείξει την απαίτηση της από τα έγγραφα αυτά - πράγμα που δεν συνάδει µε την απώλεια της αυτοτέλειας των κονδυλίων- και όχι µε βάση το κατάλοιπο του λογαριασμού και µόνο, όπως θα έδει εάν επρόκειτο περί αληθώς αλληλόχρεου λογαριασμού. Επίσης, δε συνάδει µε την απώλεια της αυτοτέλειας των επιμέρους κονδυλίων και τα οριζόμενα στο άρθρο 9 των (δανειακών) συμβάσεων περί των καθυστερουμένων δόσεων και των τόκων υπερημερίας επί αυτών. Ο δε αναφερόμενος σε αυτό το άρθρο ανοικτός τρεχούμενος λογαριασμός για την παρακολούθηση των δανείων σε υπομερίδα του οφειλέτη είχε την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, αφού η τήρηση λογαριασμού που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες, οι παροχές του ενός μέρους αποτελούν καταβολές απέναντι στις εκ των παροχών του άλλου απαιτήσεις, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, δεν αποτελεί αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά έχει χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, 668 ΕμπΝ, 112 ΕισΝΑΚ, 361, 873 και 874 ΑΚ, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, ενώ ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 806-807 ΑΚ και 39 παρ.5 του Ν.3259/2004, οι οποίες είχαν εν προκειμένω εφαρμογή, αντίθετα προς όσα ισχυρίστηκε με το αναιρετήριο η αναιρεσείουσα, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που στήριζαν και την αγωγή του αναιρεσίβλητου, δικαιολογούν την απόρριψη της έφεσης της αναιρεσείουσας και την παραδοχή της αγωγής του αναιρεσίβλητου. Επομένως, έκρινε ως αβάσιμο τον λόγο αναίρεσης , από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου και απέρριψε την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως της τραπεζικής εταιρείας.
Επιμέλεια: Ιωάννης Κοντούλης/ Επιστημονικός Συνεργάτης e-Θεμις
Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 και 64 έως 67 του ΝΔ
Source/ Author:www.areiospagos.gr