Η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 2015/2366/ΕΕ με τον ν. 4537/2018 για τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών
Η περίοδος της πανδημίας την οποία διανύουμε αποτέλεσε εφαλτήριο για την δυναμική είσοδο της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή, με την ψηφιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών δημόσιων υπηρεσιών. Όπως είναι φυσικό, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστα από αυτό και τα Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα της χώρας, τα οποία ήδη τα τελευταία χρόνια κινούνταν σταθερά προς αυτή την κατεύθυνση, έφτασαν πλέον, όμως, να προσφέρουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να διεκπεραιώνουν ψηφιακά το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που προσφέρουν. Ενδεικτικά, ο πελάτης μπορεί σήμερα να λάβει ηλεκτρονικά, μέσω του e-banking της Τράπεζας του ακόμα και δάνειο!
Στην πορεία προς την ψηφιοποίηση του ελληνικού χρηματοοικονομικού κλάδου συνέβαλε σημαντικά η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 2015/2366/ΕΕ με τον ν. 4537/2018, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο 2018 και ο οποίος αφορά τους όρους που διέπουν τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούν τόσο στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών όσο και στους παρόχους αυτών, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα. Η οδηγία αυτή, γνωστή και ως PSD2 (Payment Services Directive 2) καθώς αποτελεί τη δεύτερη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις πληρωμές, με τις μοντέρνες νομοθετικές διατάξεις τις οποίες περιλαμβάνει, οδήγησε σε έναν μετασχηματισμό του τραπεζικού τομέα.
Διευκολύνει την πρόσβαση στα τραπεζικά δεδομένα, επιτρέποντας την ανάπτυξη της καινοτομίας, εξασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία των συναλλασσομένων και των δεδομένων τους και αποτρέποντας οποιαδήποτε παράνομη και ανήθικη χρήση αυτών, με τις αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας που θεσπίζει για τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Θέτει αυστηρές προϋποθέσεις και κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως ίδρυμα ηλεκτρονικών πληρωμών ενώ για τους ήδη χαρακτηρισμένους ως Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών, ανοίγει η αγορά για δύο ακόμα υπηρεσίες πληρωμών, την Εκκίνηση Πληρωμών και τις Πληροφορίες Λογαριασμού Πληρωμών. Η οδηγία καθορίζει ένα ανώτατο όριο διατραπεζικών προμηθειών, με σκοπό να αποτρέψει τις υπερβολικές χρεώσεις, επανακαθορίζοντας έτσι τους όρους ανταγωνισμού στον κλάδο για όλους τους Παρόχους και ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτό την εμφάνιση νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων που υποστηρίζουν την Ανοιχτή Τραπεζική. Ταυτόχρονα, προκειμένου οι τρίτοι Πάροχοι να μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, η οδηγία υποχρεώνει τις Τράπεζες να επιτρέπουν σε αυτούς να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα και τις πληροφορίες των λογαριασμών των πελατών τους. Τέλος, εξίσου αυστηρός είναι και ο έλεγχος που διενεργείται τόσο στα Τραπεζικά, όσο και στα μη Τραπεζικά ιδρύματα από την Εθνική Εποπτική Αρχή, εν προκειμένω την Τράπεζα της Ελλάδος.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η οδηγία αυτή έχει σκοπό να προωθήσει την καινοτομία και να τονώσει τον ανταγωνισμό, αλλάζοντας σημαντικά τον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών, ενώ επιτρέπει και την ανάπτυξη της Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας και του οικοσυστήματος Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας στην Ελλάδα και στον κλάδο των Ελληνικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών πληρωμών. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση από τις Τράπεζες και τα λοιπά Χρηματοοικονομικά Ιδρύματα για τη σωστή εφαρμογή της και τη συμμόρφωση σε αυτή ενώ οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι τόσο για τα δικαιώματα που έχουν απέναντι τους, όσο και για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η οδηγία αυτή έχει σκοπό να προωθήσει την καινοτομία και να τονώσει τον ανταγωνισμό, αλλάζοντας σημαντικά τον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμώνασίας.
Source/ Author:Κωνσταντίνα Λυδάκη