O δόλος του οφειλέτη ως προϋπόθεση διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας
Α. Εισαγωγικά
Πολύ συχνά οι οφειλέτες, προκειμένου να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των δανειστών τους, που συνήθως είναι τράπεζες, μεταβιβάζουν, εν όλω ή εν μέρει, τα περιουσιακά τους στοιχεία σε τρίτα, συνήθως συγγενικά τους, πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό, η ικανοποίηση των δανειστών μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης καθίσταται αδύνατη. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται λόγος για «καταδολιευτικές δικαιοπραξίες» και ο νόμος, προκειμένου να προστατεύσει τους δανειστές, παρέχει σε αυτούς το δικαίωμα να στραφούν κατά του τρίτου που απέκτησε το απαλλοτριωθέν περιουσιακό στοιχείο ή του διαδόχου του και να διαρρήξουν την απαλλοτρίωση, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την ικανοποίησή τους. Η αγωγή με την οποία ασκείται το εν λόγω δικαίωμα ονομάζεται «αγωγή διάρρηξης» και ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 939-946 ΑΚ. Η σχετική ρύθμιση ακολουθεί το πρότυπο της «παυλιανής αγωγής» του ρωμαϊκού δικαίου και έχει σκοπό την προστασία του δανειστή από τις δόλιες πράξεις του οφειλέτη.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939-942 ΑΚ , για να γεννηθεί η αξίωση διάρρηξης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Εφόσον διαπιστωθεί η ανεπάρκεια της υπόλοιπης, μετά την απαλλοτρίωση ή τις περισσότερες απαλλοτριώσεις, εμφανούς περιουσίας του οφειλέτη και η συνεπακόλουθη αδυναμία ικανοποίησης των δανειστών, προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, τίθεται το κρίσιμο ερώτημα αν γεννάται δικαίωμα διάρρηξης για τις απαλλοτριώσεις που έχουν λάβει χώρα.
Διαπιστώνεται στο σημείο αυτό και στην προσπάθεια απάντησης του ανωτέρω ερωτήματος η εξής σύγκρουση συμφερόντων: από τη μία πλευρά ο οφειλέτης, έχοντας δικαίωμα, στο πλαίσιο της συμβατικής του ελευθερίας να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία, και να καταρτίζει συμβάσεις, έχει συμφέρον να μην διαρρηχθεί η απαλλοτρίωση. Από την άλλη ο δανειστής, έχοντας συμφέρον να ικανοποιήσει την αξίωσή του, επιθυμεί τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης. Δεδομένου ότι μόνη η βλάβη του δανειστή δεν αρκεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, με ποια κριτήρια θα αρθεί αυτή η σύγκρουση;
H απάντηση βρίσκεται στην προϋπόθεση της συνδρομής δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη ως προς τη βλάβη του δανειστή και δευτερευόντως, εάν αυτή συντρέχει, στη γνώση του τρίτου ως προς τον δόλου του οφειλέτη. Το ενδιαφέρον μας, επομένως, εστιάζεται στον δόλο του οφειλέτη όχι μόνο διότι αυτή συνιστά το αξιολογικό θεμέλιο του θεσμού της διάρρηξης αλλά και γιατί παρουσιάζει τις μεγαλύτερες αποδεικτικές δυσχέρειες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι η έκβαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υποθέσεων που άγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων εξαρτάται από την απόδειξη του δόλου του οφειλέτη.
Β.O δόλος του οφειλέτη ως προϋπόθεση του άρθρου 939 ΑΚ
Η έννοια του δόλου δεν περιλαμβάνεται στον Αστικό Κώδικα αλλά έχει οριοθετηθεί από την επιστήμη. Σύμφωνα με αυτή, ως δόλος ορίζεται η ψυχική κατάσταση του προσώπου που, ενώ γνωρίζει τα κρίσιμα για την απαγόρευση της πράξης του από το νόμο χαρακτηριστικά, προβλέπει και θέλει (επιδιώκει ή αποδέχεται) τα παράνομα αποτελέσματα της πράξης αυτής και έχει συνείδηση του παράνομου χαρακτήρα τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο του δόλου, επομένως, αποτελεί η «θέληση» του δράστη να επέλθει το παράνομο αποτέλεσμα.
Ο δόλος μπορεί να είναι άμεσος (dolus directus) ή ενδεχόμενος (dolus eventualis). Περίπτωση άμεσου δόλου συντρέχει όταν ο δράστης επιδιώκει το αποτέλεσμα (άμεσος δόλος πρώτου βαθμού) ή το προβλέπει ότι αυτό θα επέλθει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης που επιχειρεί και το αποδέχεται (άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού) ενώ περίπτωση ενδεχόμενου δόλουσυντρέχει όταν ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της πράξης που επιχειρεί και το αποδέχεται. Κοινό στοιχείο σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις αποτελεί το ότι τελικώς ο δράστης -εάν δεν επιδιώκει τουλάχιστον- αποδέχεται το παράνομο αποτέλεσμα. Εάν, αντιθέτως, ο δράστης προβλέπει μεν το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενη συνέπεια της πράξης του, ωστόσο δεν το αποδέχεται αλλά ελπίζει να το αποφύγει, δεν συντρέχει περίπτωση δόλου αλλά ενσυνείδητης αμέλειας (luxuria). Όπως ορθώς επισημαίνεται, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας αν η εκάστοτε εξεταζόμενη διάταξη απαιτεί επιδίωξη εκ μέρους του δράστη του παράνομου αποτελέσματος, ήτοι άμεσο δόλο πρώτου βαθμού, όλες τις περιπτώσεις άμεσου δόλου ή αν αρκείται σε ενδεχόμενο δόλο. Ζήτημα, το οποίο μάλιστα δεν αντιμετωπίζεται ενιαία, συνιστά και η ερμηνεία του δόλου του οφειλέτη στην περίπτωση της καταδολίευσης δανειστών.
Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ *«Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους». *
Από το γράμμα της διάταξης και ειδικότερα από τη χρήση της πρόθεσης «προς» πριν από τη λέξη «βλάβη», που δηλώνει, μεταξύ άλλων, κατεύθυνση ή σκοπό, θα μπορούσε να συναχθεί ότι, προκειμένου να θεωρηθεί μια απαλλοτρίωση καταδολιευτική, απαιτείται άμεσος δόλος πρώτου βαθμού, είναι δηλαδή αναγκαίο ο δράστης να επεδίωξε το αποτέλεσμα της βλάβης των δανειστών και όχι απλώς να το αποδέχτηκε. Η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση, παρότι περιορίζει σημαντικά την προστασία των δανειστών, έχει υποστηριχθεί μεμονωμένα στη νομολογία. Ειδικότερα, κατά την ΕφΑθ 4995/2008 (ΕλλΔνη 2010.222), πρόθεση βλάβης εκ μέρους του οφειλέτη θεωρείται ότι υπάρχει «όταν γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει, κατά τον χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτρίωση, να μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του και επιδιώκει αυτό το αποτέλεσμα».
Γενικώς ωστόσο, η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ οφειλέτη και δανειστή λύνεται μάλλον «υπέρ» του δεύτερου τόσο στην νομολογία, που ως επί το πλείστον απαιτεί άμεσο δόλο, έστω δευτέρου βαθμού, όσο και στη θεωρία, κατά την οποία αρκεί ενδεχόμενος δόλος.
Σε κάθε περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο που λαμβάνει χώρα η απαλλοτρίωση ενώ εάν συντρέξει μεταγενέστερα, δεν πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 939 ΑΚ. Ο οφειλέτης, περαιτέρω, μεταβιβάζοντας τα περιουσιακά του στοιχεία, μπορεί να επιδιώκει και άλλους σκοπούς όπως το να αναλώσει το αντάλλαγμα που θα λάβει ή να ευνοήσει το πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάζει τα περιουσιακά του στοιχεία. Όπως ειδικότερα έχει κριθεί, δεν αναιρείται ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης στην περίπτωση που ο οφειλέτης, εκτός από την πρόθεση βλάβης των δανειστών, επιδιώκει παράλληλα και άλλους σκοπούς, όπως η εκπλήρωση ηθικών υποχρεώσεων ή οι λόγοι ευπρέπειας (ΕφΛαρ 100/2013 ΔΕΕ 2014 σελ. 704, ΕφΘεσ 447/2011 Αρμ 2011 σελ. 1149˙ ΠΠρΚω 33/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Μετά και από την τελευταία επισήμανση, τίθεται το ερώτημα: πότε ο οφειλέτης που διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά του στοιχεία έχει δόλο βλάβης των δανειστών κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ; Όταν αυτή αποτελεί επιδίωξή του, έστω μεταξύ άλλων επιδιώξεων, όταν αυτή έπεται ως αναγκαία συνέπεια της επιχειρούμενης απαλλοτρίωσης ή και όταν συνιστά απλό ενδεχόμενο;
Ι. Η κρατούσα στη θεωρία και σταδιακά υιοθετούμενη από τη νομολογία άποψη
Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, αρκεί η συνδρομή ενδεχόμενου δόλου. Αρκεί, δηλαδή, ο δράστης να γνώριζε ότι με την επιχειρούμενη απαλλοτρίωση ενδέχεται να προκληθεί βλάβη στους δανειστές του και να αποδέχεται αυτή την πιθανότητα. Αντιθέτως, δεν αρκεί υπαίτια άγνοια της βλάβης, ακόμη κι αν αυτή οφείλεται σε βαριά αμέλεια.
Η ως άνω κρατούσα στη θεωρία άποψη φαίνεται τα τελευταία χρόνια να «κερδίζει έδαφος» και να υιοθετείται σταδιακά και από την νομολογία, η οποία παγίως τασσόταν και τάσσεται, ως επί το πλείστον, έως και σήμερα υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής του άμεσου δόλου. Ενδεικτικά, αναφέρεται η πολύ πρόσφατη απόφαση ΕφΛαρ 90/2020 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά την οποία έγινε δεκτό ότι «για τη θεμελίωση της αξίωσης καταδολίευσης, απαιτείται να συντρέχει, εκτός του δόλου (έστω και ενδεχόμενου) του οφειλέτη, και γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών καθώς και ηαπόφαση ΠΠρΘεσσαλ 8825/2018 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία δέχτηκε ότι «αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, δηλαδή η εκ μέρους του οφειλέτη διάγνωση και αποδοχή του ενδεχομένου βλάβης των δανειστών του με την απαλλοτρίωση που επιχειρεί».
Πάντως, η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή, που αρκείται σε πρόβλεψη της βλάβης των δανειστών ως ενδεχόμενης συνέπειας, φαίνεται να αποκλείεται από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, όπου γίνεται χρήση της φράσης «προς βλάβη» και η οποία φαίνεται να απαιτεί κατεύθυνση της δράσης του οφειλέτη προς το σκοπό της βλάβης των δανειστών. Επιπλέον, θα ήταν δυσανάλογα επαχθές για τον οφειλέτη να απαιτείται από αυτόν να παύσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα, “στερούμενος” ουσιαστικά την εξουσία διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, για τον μόνο λόγο ότι προβλέπει ως ενδεχόμενη την μελλοντική αδυναμία ικανοποίησης των δανειστών. Με αυτή την παραδοχή, το συμφέρον του δανειστή κατισχύει πλήρως και αδικαιολόγητα της ιδιωτικής αυτονομίας του οφειλέτη, o οποίος θα πρέπει είτε να μην αναλαμβάνει ποτέ υποχρεώσεις ώστε να μην έχει οφειλές είτε να μην διαθέτει ελεύθερα την περιουσία του.
ΙΙ. Η κρατούσα στη νομολογία άποψη
Κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, πρόθεση βλάβης των δανειστών θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η εναπομένουσα περιουσία του να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση (ΟλΑΠ 15/2012 ΧρΙΔ 2013 σελ. 106, ΑΠ 339/2016 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2013 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 28/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ΤΠΝΝΟΜΟΣ). Δεν αρκεί, δηλαδή, απλώς να προβλέπει την ανεπάρκεια της περιουσίας του προβλέπει ως ενδεχόμενη συνέπεια της απαλλοτρίωσης.
Με την εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση, που κρίνεται ως πιο ορθή, επιτυγχάνεται εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ δανειστή και οφειλέτη. Πράγματι, με την παραδοχή ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, απαιτείται άμεσος δόλος πρώτου βαθμού (επιδίωξη του αποτελέσματος) προστατεύεται υπέρ το δέον ο οφειλέτης εις βάρος του δανειστή ενώ με την παραδοχή ότι αρκεί ενδεχόμενος δόλος προστατεύεται υπέρμετρα ο δανειστής σε βάρος του οφειλέτη, ο οποίος, ωθείται με τον τρόπο αυτό σε παύση της συναλλακτικής του δραστηριότητας.
ΙΙΙ.Η δυσκολία απόδειξης του δόλου του οφειλέτη και τα κριτήρια της νομολογίας
Ο ενάγων δανειστής θα πρέπει, κατά την άσκηση της αγωγής διαρρήξεως, να ισχυριστεί και εν συνεχεία να αποδείξει όχι μόνο ότι η υφιστάμενη εμφανής περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για την ικανοποίησή του, κάτι που συνήθως δεν θα παρουσιάζει ιδιαίτερες αποδεικτικές δυσχέρειες, αλλά και ότι ο οφειλέτης προέβη στις επίδικες μεταβιβάσεις των περιουσιακών του στοιχείων δολίως, με πρόθεση δηλαδή να τον ζημιώσει και να του στερήσει τη δυνατότητα ικανοποίησης μέσω των πράξεων εκτέλεσης. Ζήτημα αποδεικτικής δυσχέρειας μπορεί να τίθεται και ως προς τον εναγόμενο οφειλέτη, ο οποίος, αμυνόμενος, θα πρέπει να αντικρούσει τον σχετικό ισχυρισμό του δανειστή και να ανταποδείξει ότι δεν προέβη στις απαλλοτριώσεις με δόλο αλλά απλώς ενήργησε στο πλαίσιο της συμβατικής του ελευθερίας και είτε δεν προέβλεψε τον κίνδυνο βλάβης των δανειστών είτε δεν τον αποδέχτηκε καθόλου είτε τον αποδέχτηκε απλώς ως πιθανότητα.
Τα δικαστήρια, κατά την αξιολόγηση των περιπτώσεων καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων που άγονται ενώπιον τους, φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τους ποικίλα κριτήρια όπως τη χρονική εγγύτητα μεταξύ της ανάληψης υποχρέωσης και της απαλλοτρίωσης, το ύψος της οφειλής κατά το χρόνο της μεταβίβασης, την γενικότερη συνεργασία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, τον αν τα απαλλοτριωθέντα περιουσιακά στοιχεία αποτελούσαν τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη καθώς και τον λόγο για τον οποίο έλαβε χώρα η καταδολιευτική δικαιοπραξία.
Παρακάτω παρατίθενται, ενδεικτικά, περιπτώσεις απαλλοτριώσεων κατά την επιχείρηση των οποίων κρίθηκε ότι συνέτρεχε άμεσος δόλος στο πρόσωπο του οφειλέτη:
- Μεταβίβαση οικοπέδου από την οφειλέτρια στον ανεψιό της σχεδόν δύο μήνες μετά την έκδοση συναλλαγματικών (Εφ Λαρ. 10/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Μεταβίβαση, λόγω πώλησης, αγροτεμαχίων της οφειλέτριας ενώ της είχε ήδη γνωστοποιηθεί η αναγγελία κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού (Εφ Λαρ. 1504/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Μεταβίβαση εκ μέρους οφειλετών, λόγω γονικής παροχής, των μοναδικών εμφανών περιουσιακών τους στοιχείων από τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η δανείστρια ενόσω υπήρχε οφειλή (ΑΠ 28/2017, ΠΠρΠατρ 527/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Μεταβίβαση από τον κύριο μέτοχο της πιστούχου ΑΕ, εγγυητή της σύμβασης πίστωσης, ενόσω ο αλληλόχρεος λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό, της ακίνητης περιουσίας του ως εισφοράς σε είδος σε νεοσυσταθείσα εταιρεία (ΤρΕφΠειρ 28/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Μεταβίβαση εκ μέρους της οφειλέτριας της ακίνητης περιουσία της, λόγω γονικής παροχής στην θυγατέρα της, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της τελευταίας, ενώ, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η τελευταία διήνυε το 22ο έτος της ηλικίας της, ήταν φοιτήτρια, διέμενε στην οικία των γονέων της και δε συνέτρεχε λόγος οικονομικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής της αυτοτέλειας (ΤρΕφΠειρ 118/2018, ΔΕΕ, 5/2018, 643).
Αντιθέτως, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε άμεσος δόλος στο πρόσωπο του οφειλέτη στις ακόλουθες, όλως ενδεικτικώς αναφερόμενες, περιπτώσεις:
- Εγγυήτρια σε επιχειρηματικό δάνειο υπέρ Ο.Ε απαλλοτρίωσε περιουσιακά της στοιχεία τρία έτη μετά τη λήψη του δανείου και ενόσω αυτό εξυπηρετούταν και πριν τον θάνατο του συζύγου της και ομορρύθμου εταίρου που οδήγησε στη λύση της Ο.Ε (ΠΠρΑθ 4418/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
- Εγγυητής προχώρησε σε απαλλοτρίωση ακινήτου ενώ το χρεωστικό σε βάρος της πιστούχου εταιρείας ανερχόταν στο ποσό των 3.718, 36 ευρώ και μπορούσε να καταβληθεί προς την τράπεζα ανά πάσα στιγμή, λαμβάνου υπόψη αφενός μεν του χαμηλού του ύψους αφετέρου δε του ασύγκριτα μεγαλύτερου οικονομικού μεγέθους της της πιστούχου εταιρείας και της ανοδικής της πορείας κατά τον επίδικο χρόνο (ΕφΑθ 4408/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ. Παρατηρήσεις
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο δόλος του οφειλέτη, ως προϋπόθεση διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, είναι καίριας σημασίας τόσο ως αξιολογικό θεμέλιο του θεσμού της καταδολίευσης όσο και ως καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση των σχετικών υποθέσεων, όταν άγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Στις υποθέσεις καταδολιευτικών δικαιοπραξιών το στάδιο της απόδειξης είναι τόσο κρίσιμο όσο και δυσχερές. Πάντως, από μια σύντομη επισκόπηση δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο αγωγή διάρρηξης, δίδεται η εντύπωση ότι η διάσταση απόψεων μεταξύ κρατούσας νομολογία και θεωρίας, ως προ το ζήτημα του δόλου που απαιτείται έχει περισσότερο θεωρητική παρά πρακτική αξία. Στην πράξη, εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της καταδολίευσης, και επιπλέον ο οφειλέτης προέβλεψε την βλάβη των δανειστών, σπάνια το δικαστήριο θα επιμείνει στην διαπίστωση του αν αυτή προβλέφθηκε ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εάν ο οφειλέτης εκποίησε τα μοναδικά περιουσιακά του στοιχεία ενόσω είχε οφειλές, η αγωγή διάρρηξης θα γίνεται δεκτή. Αντιθέτως, η αγωγή διάρρηξης θα απορρίπτεται εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η βλάβη των δανειστών δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή αποτελούσε τόσο απομακρυσμένη πιθανότητα που επί της ουσίας ισοδυναμούσε με αδυναμία πρόβλεψης. Και παρότι η «καχύποπτη» στάση έναντι των οφειλετών που, επιχειρώντας απαλλοτριώσεις, έθεσαν σε κίνδυνο τις αξιώσεις των δανειστών είναι εύλογη και δικαιολογείται από την συχνότητα της «τακτικής», θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη και να μην «θυσιάζονται» οι θεμελιώδεις δικαικές αρχές, όπως αυτή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Και παρότι η «καχύποπτη» στάση έναντι των οφειλετών που, επιχειρώντας απαλλοτριώσεις, έθεσαν σε κίνδυνο τις αξιώσεις των δανειστών είναι εύλογη και δικαιολογείται από την συχνότητα της «τακτικής», θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη και να μην «θυσιάζονται» οι θεμελιώδεις δικαικές αρχές, όπως αυτή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Source/ Author:Χρυσούλα Παπαπαναγιώτου