Ρήτρες Αναπροσαρμογής Τιμήματος στις συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας
Οι σχέσεις μεταξύ της ΔΕΗ (και των εναλλακτικών παρόχων) με τους τελικούς καταναλωτές διέπονται από τις αρχές που τίθενται τόσο με το ν. 4001/2011, τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, αλλά και από τους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) της εκάστοτε σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και από το ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, ως τροποποιήθηκε και ισχύει.
Επειδή οι συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας είναι συμβάσεις μακροχρόνιας διάρκειας και είναι πιθανό να μεταβληθούν οι συνθήκες βάσει των οποίων συνήφθησαν, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν αυτή τη μεταβολή κατά πρώτον μέσω μηχανισμών αυτόνομης ρυθμίσεως μέσω ερμηνείας της σύμβασης βάσει των άρθρων 173 και 200 ΑΚ ή μέσω επέμβασης του δικαστή στη σύμβαση βάσει των άρθρων 388 ή 288 ΑΚ.
Προς αποφυγή προσφυγής στους ως άνω μηχανισμούς, τα μέρη προσφεύγουν προληπτικά στη συμβατική πρόβλεψη που ρυθμίζει ένα συγκεκριμένο κίνδυνο και ως πρόσφορο μέσο προστασίας των μερών από ενδεχόμενη μεταβολή των συνθηκών συνηθίζεται η χρήση ειδικών ρητρών κατανομής ή ανάληψης του κινδύνου όπως είναι και οι ρήτρες μονομερούς αναπροσαρμογής του τιμήματος (ΡΑΤ).
Οι ΡΑΤ κατά κανόνα περιέχονται σε γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ). Η χρήση των ΡΑΤ στις συμβάσεις μακροχρόνιας διάρκειας προβλέπονται στο πλαίσιο της γενικότερης προβληματικής της συμβατικής κατανομής του κινδύνου στις συμβάσεις της σύγχρονης οικονομίας λόγω μεταβολής των συνθηκών. Για να παραμείνει το συμβατικό πλαίσιο λειτουργικό και αποδοτικό ακόμα και σε περίπτωση απρόβλεπτων μεταβολών των συνθηκών προβλέπεται η συνομολόγηση συμβατικών ρητρών με ελαστικό περιεχόμενο όπως και οι ρήτρες μονομερούς (καθοριζόμενη δηλαδή από τον προμηθευτή) αναπροσαρμογής του τιμήματος. Ωστόσο, οι ρήτρες αναπροσαρμογής τιμήματος έχουν όρια που απορρέουν από τις διατάξεις του γενικού δικαίου των συμβάσεων και κυρίως από τις 371 ΑΚ επ. σχετικά με την αοριστία της παροχής καθώς και από το νόμο για την προστασία του καταναλωτή.
Κατ’ αρχάς βάσει των ως άνω διατάξεων, το περιεχόμενο της ΡΑΤ θα πρέπει να είναι τόσο ελαστικά διαμορφωμένο ώστε η αναπροσαρμοστέα στο μέλλον παροχή να μην καθίσταται αόριστη. Ειδικότερα, το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει τη διασφάλιση «υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών» 3 (Οδηγία 2009/72, άρθρο 3 παρ. 7).
Ειδικότερα, η Οδηγία 2009/72 (άρθρο 3 και, κατά παραπομπή Παράρτημα 1) ορίζει τα εξής: «[…] Οι όροι πρέπει να είναι δίκαιοι και γνωστοί εκ των προτέρων. Οπωσδήποτε, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται πριν από τη σύναψη ή επιβεβαίωση της σύμβασης. […] β) […] Οι φορείς παροχής υπηρεσιών ειδοποιούν τους συνδρομητές τους απευθείας για οποιαδήποτε αύξηση τελών, την κατάλληλη χρονική στιγμή και το αργότερο μία κανονική χρονική περίοδο χρέωσης μετά τη χρονική στιγμή κατά την οποία η αύξηση τίθεται σε ισχύ με τρόπο διαφανή και κατανοητό. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πελάτες παραμένουν ελεύθεροι να λύσουν τις αντίστοιχες συμβάσεις, εάν δεν αποδέχονται τους νέους όρους οι οποίοι τους έχουν κοινοποιηθεί από το φορέα παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικής ενεργείας∙ “Οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις πρέπει να είναι δίκαιοι και διαφανείς. Πρέπει να διατυπώνονται σε σαφή και κατανοητή γλώσσα …[..]”.
Αναφορικά με τη ΔΕΗ και τους αυξημένους έως εξοντωτικούς λογαριασμούς κατά το τελευταίο διάστημα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις λεκτέο ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής του τιμήματος που περιέχεται σε ΓΟΣ στη σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και συμπληρώνει την ατομική σύμβαση προκύπτει από έναν δυσνόητο και ασαφή μαθηματικό τύπο, όπως διατυπώνει η ΡΑΕ στην υπ’ αριθ. 409/2020 απόφασή της, δημιουργώντας έτσι προβλήματα ασάφειας προς τους καταναλωτές.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η εν λόγω ΡΑΤ στους λογαριασμούς της ΔΕΗ δύναται να αποδειχθεί καταχρηστική, ως αδιαφανής ρήτρα. Για τον λόγο αυτό φυσικά και νομικά πρόσωπα δύνανται να προσφύγουν στα δικαστήρια με βάση την απρόοπτη μεταβολή συνθηκών (388 ΑΚ) και της αδυναμίας τους να αποπληρώσουν υπέρογκους λογαριασμούς βάσει αυτής της ρήτρας και στόχο την ακύρωση της εν λόγω ρήτρας ή τη δυνατότητα των καταναλωτών να λύσουν τη σύμβασή τους χωρίς οικονομική επιβάρυνση, επιλέγοντας συμβόλαια σταθερής τιμολόγησης.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ Δ. ΒΛΑΧΟΥ
Δικηγόρος
LL.M. Αστικού Δικαίου
Oι ρήτρες αναπροσαρμογής τιμήματος έχουν όρια που απορρέουν από τις διατάξεις του γενικού δικαίου των συμβάσεων και κυρίως από τις 371 ΑΚ επ. σχετικά με την αοριστία της παροχής καθώς και από το νόμο για την προστασία του καταναλωτή.
Source/ Author:Αρθρογραφία / Βασιλική Βλάχου