Χριστίνα Αντ. Βρεττού : "Η τροποποίηση της έννοιας του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το Ν. 3471/2006 και οι συνέπειές της στην εφαρμογή του Ν. 2472/1997 στα δημοσιογραφικά αρχεία"
Περίληψη - H παρούσα μελέτη πραγματεύεται την επίδραση της τροποποίησης της έννοιας του αρχείου στην εφαρμογή του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα στις περιπτώσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης. Πριν την τροποποίηση του νόμου ως αρχείο οριζόταν το σύνολο των προσωπικών δεδομένων, ενώ μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3471/2006 απαιτείται η διάρθρωση του συνόλου αυτού με συγκεκριμένα κριτήρια, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της εφαρμογής του νόμου σε ορισμένες δημοσιογραφικές δραστηριότητες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια τόσο η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με σειρά αποφάσεών της όσο και η νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην θεμελίωση της έννοιας του αρχείου όταν κρίνεται η νομιμότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ συνήθως η έλλειψη τήρησης διαρθρωμένου αρχείου προβάλλεται ως ένσταση από τους «αμυνόμενους» εκπροσώπους των ΜΜΕ. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η τυποποίηση των περιπτώσεων εφαρμογής του νόμου στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς, αναλύοντας ειδικότερα α) την άμεση δημοσιοποίηση συλλεγέντων προσωπικών δεδομένων, β) την τηλεοπτική χρήση στοιχείων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα και γ) τη δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε εφημερίδα.
Ι. Εφαρμογή του ν. 2472/1997 στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς
Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997 υπάγεται καταρχήν κάθε δραστηριότητα στο πλαίσιο άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, η οποία αφορά προσωπικά δεδομένα, δηλαδή τόσο η δημοσιογραφική έρευνα που συνίσταται στη συλλογή των δεδομένων, όσο και η διατήρηση των δεδομένων στο αρχείο της εφημερίδας ή η τοποθέτηση και επεξεργασία τους σε αρχείο οργανωμένο με τη μορφή τράπεζας πληροφοριών, καθώς και η επεξεργασία τους προς το σκοπό δημοσίευσης, η ανταλλαγή και ο συσχετισμός τους με άλλα δεδομένα, αλλά και η δημοσίευση καθεαυτή.
Ο νόμος περιλαμβάνει δύο ειδικές ρυθμίσεις για την επεξεργασία δεδομένων που πραγματοποιείται στο πλαίσιο άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος ή για δημοσιογραφικούς σκοπούς, τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. ζ, η οποία θέτει τις προϋποθέσεις νομιμότητας της δημοσιογραφικής επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 5, η οποία θεσπίζει απαλλαγή από την υποχρέωση τήρησης ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων όταν η συλλογή γίνεται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς και αφορά δημόσια πρόσωπα. Πλην των ως άνω εξαιρετικών ρυθμίσεων, στις περιπτώσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα ΜΜΕ εφαρμόζονται πλήρως οι γενικές διατάξεις του ν. 2472/1997.
Ωστόσο, μετά την τροποποίηση της έννοιας του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το ν. 3471/2006, στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν θεμελιώνεται αυτόχρημα με την κατάφαση της προϋπόθεσης της επεξεργασίας, αλλά ειδικότερα στην περίπτωση που δεν γίνεται χρήση αυτοματοποιημένων μεθόδων, όπως π.χ. στην περίπτωση συλλογής φωτογραφιών προσώπου στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας, για την εφαρμογή του νόμου απαιτείται να διαπιστώνεται in concreto, πλην της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, και η ένταξή τους σε διαρθρωμένο αρχείο.
ΙΙ. Τροποποίηση της έννοιας του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Ειδικότερα, ο νόμος διέπει μόνο την επεξεργασία που είναι είτε α) αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, είτε β) μη αυτοματοποιημένη, υπό την προϋπόθεση ότι τα προσωπικά δεδομένα περιλαμβάνονται ή προορίζονται να περιληφθούν σε αρχείο. Επομένως, η ύπαρξη αρχείου στο οποίο περιλαμβάνονται ή στο οποίο υπάρχει σκοπός να περιληφθούν τα προσωπικά δεδομένα, αποτελεί προϋπόθεση για το αν μια περίπτωση μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου ή όχι.
Πριν την τροποποίηση του νόμου, το αρ. 2 παρ. ε όριζε το αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως «σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας…». Ο νόμος δεν διέκρινε μεταξύ «διαρθρωμένων» και «μη διαρθρωμένων» δεδομένων, αλλά εφαρμοζόταν σε όλα τα δεδομένα ανεξαιρέτως, αφού είχε υιοθετήσει μία ευρύτερη έννοια του «αρχείου» από εκείνη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, με αποτέλεσμα ελάχιστες περιπτώσεις μη αυτοματοποιημένων επεξεργασιών να μπορούν να νοηθούν ως μη εντασσόμενες στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Στο πλαίσιο της άσκησης δημοσιογραφικής δραστηριότητας, η ευρύτητα της έννοιας της «επεξεργασίας» κατά το άρθρο 2δ του νόμου, που περιλαμβάνει και τη διάδοση, σε συνδυασμό με την ως άνω έννοια του αρχείου, είχε ως συνέπεια το να αρκεί για την εφαρμογή του νόμου η διάδοση και μόνο των προσωπικών δεδομένων, χωρίς να απαιτείται και η προηγούμενη καταχώρηση, οργάνωση και αποθήκευσή τους σε «διαρθρωμένο» αρχείο, με αποτέλεσμα την υπαγωγή του δημοσιογραφικού δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού στους περιορισμούς του ν. 2472/1997 και στον παρεπόμενο έλεγχο της Αρχής ως προς όλες του τις όψεις, ακόμη και εκείνες που αφορούν στο στάδιο της δημοσιογραφικής έρευνας, όπως η αναζήτηση και συλλογή προσωπικών δεδομένων, δραστηριότητες οι οποίες από τη φύση τους πρέπει να διαφοροποιούνται από την καταχώρηση και οργάνωση των δεδομένων αυτών σε «τράπεζες δεδομένων» ή άλλα «διαρθρωμένα» αρχεία.
Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 2 περ. ε΄ του νόμου, αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνιστά «κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια». Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι αρχείο προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο προσωπικών δεδομένων, αλλά σύνολο δεδομένων, το οποίο πρέπει α) να ακολουθεί κάποια διάρθρωση και β) τα δεδομένα που περιλαμβάνει να είναι προσιτά με συγκεκριμένα κριτήρια. Έτσι, ο νέος ορισμός του αρχείου που εισήγαγε ο ν. 3471/2006 ακολουθεί τον αντίστοιχο ορισμό της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, ο οποίος συνδέει τη διάρθρωση του αρχείου με την ευχερή πρόσβαση σε αυτό.
ΙΙΙ. Συνέπειες της τροποποίησης στην εφαρμογή του νόμου στα δημοσιογραφικά αρχεία
α) Άμεση δημοσιοποίηση συλλεγέντων προσωπικών δεδομένων
Η εν λόγω τροποποίηση της έννοιας του αρχείου έχει ως συνέπεια την μη εφαρμογή του νόμου στις περιπτώσεις συλλογής προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας με άμεση δημοσιοποίηση των κτηθεισών πληροφοριών. Η εν λόγω επεξεργασία είναι μη αυτοματοποιημένη και διενεργείται χωρίς περαιτέρω οργάνωση, διατήρηση, αποθήκευση ή μορφοποίηση των δεδομένων, ήτοι χωρίς πρόθεση δημιουργίας «διαρθρωμένου» αρχείου, ηλεκτρονικού ή άλλου. Συνεπώς, με την υιοθέτηση της κοινοτικής έννοιας του αρχείου από τον εθνικό νομοθέτη, ευνοείται η ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού, κατά τρόπο σύμφωνο και με τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 στο οποίο θεμελιώνεται. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η παροχή ενός «χώρου αναπνοής» στα μέσα ενημέρωσης, μετάφραση του όρου «breathing space» που αποτελεί σύμφωνα με την αμερικανική νομολογία, απαραίτητο στοιχείο για την επιτέλεση της κριτικής και ελεγκτικής λειτουργίας τους. Περαιτέρω, είναι πλέον νομικά δυνατή η οριοθέτηση της αρμοδιότητας της Αρχής σε σχέση προς εκείνη του Ε.Σ.Ρ., όσον αφορά στη ραδιοτηλεοπτική διάδοση «μη διαρθρωμένων» προσωπικών δεδομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται δεκτό ότι «η αναφορά σε προσωπικά δεδομένα τρίτου προσώπου στο πλαίσιο συνεντεύξεως κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής, έστω και μαγνητοσκοπημένης, δεν εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής». Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει διάδοση προσωπικών δεδομένων, ευαίσθητων ή απλών, τα οποία δεν περιλαμβάνονται τη στιγμή της επεξεργασίας σε διαρθρωμένο με συγκεκριμένα κριτήρια αρχείο ούτε πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο, καθώς, αφενός, την εν λόγω μετάδοση των προσωπικών δεδομένων δεν ακολουθεί αρχειοθέτηση αυτών κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, έτσι ώστε να είναι ευχερής η πρόσβαση σε αυτά με συγκεκριμένα κριτήρια, αφετέρου, δεν υπάρχει αντίστοιχη βούληση του υπευθύνου επεξεργασίας. Η ως άνω προϋπόθεση (καταχώρησης σε διαρθρωμένο αρχείο) δεν πληρούται ούτε με το αρχείο με τις βιντεοταινίες των μεταδοθεισών εκπομπών, που τηρείται υποχρεωτικά από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, καθώς, όπως η Αρχή αναφέρει ρητώς σε αποφάσεις της, προβαίνοντας σε σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία ακόμη και πριν την τροποποίηση της έννοιας του αρχείου και με γνώμονα την προσβασιμότητα, «η αναφορά σε προσωπικά δεδομένα αποτελεί έκφραση άποψης ή γνώμης του ομιλούντος προσώπου ή των συμμετεχόντων στη συνέντευξη (δηλαδή και του δημοσιογράφου), δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί λειτουργικό μέρος ενός αρχείου (των βιντεοκασετών των μεταδιδόμενων εκπομπών που τηρεί ο τηλεοπτικός σταθμός κατ’ άρθρο 3 παρ. 12 του Ν. 2328/1995), διότι δεν έχει αυτοτέλεια ως προς την δομή της βιντεοκασέτας ως αρχείου. Δεν μπορεί να αποτελέσει τμήμα ή αυτοδύναμο ως προς το περιεχόμενό της τμήμα, δηλαδή μέρος της δομής, του συγκεκριμένου αρχείου».
Την μη εφαρμογή του νόμου λόγω μη ύπαρξης αρχείου στην περίπτωση μετάδοσης ισχυρισμών κατά τη διάρκεια ζωντανής εκπομπής δέχθηκε και το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 3202/2007 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι η δημοσιοποίηση μέσω ζωντανής τηλεοπτικής εκπομπής ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997, με το οποίο απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο προσωπικών δεδομένων ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επέμβασης, καθώς εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος δημοσιογράφος προκάλεσε προσκεκλημένο της εκπομπής του να κάνει εκτενή αναφορά στο ζήτημα της ερωτικής του σχέσεως με καθηγήτριά του στο αμερικανικό κολέγιο στο οποίο σπούδαζε. Το δικαστήριο έκρινε ότι «όταν κατά τη διάρκεια ″ζωντανής″ εκπομπής, ο παρουσιαστής αυτής δημοσιογράφος, από τους καλεσμένους στην εκπομπή του…συλλέγει πληροφορίες και αφήνει να λέγονται και μέσω της εκπομπής να περιέρχονται σε γνώση του τηλεοπτικού κοινού, που την παρακολουθεί, περιστατικά, που, κατά τους μετέχοντες στην εκπομπή συνομιλητές του, αποτελούν γεγονότα αναφερόμενα στην προσωπική ζωή τρίτου ατόμου και δη στην ερωτική του ζωή, δηλαδή αποτελούν, κατά την ανωτέρα έννοια ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα,…, τότε δε στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 ν. 2472/1997…διότι τα γεγονότα αυτά δεν αποτελούν ″αρχείο″ με την προεκτεθείσα έννοια και έτσι ο υπεύθυνος της εκπομπής δημοσιογράφος, ναι μεν μεταδίδει και επιτρέπει να λάβουν γνώση μη δικαιούμενα να τα γνωρίζουν τρίτα άτομα (τηλεθεατές) τα ευαίσθητα αυτά προσωπικά δεδομένα, πλην όμως τα εν λόγω δεδομένα δεν εντάσσονται στην κατά τους ορισμούς του νόμου έννοια του ″αρχείου″,…, οπότε και δεν νοείται επέμβαση χωρίς δικαίωμα του δημοσιογράφου σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δη ευαίσθητων, ούτε περαιτέρω οι πληροφορίες που παρέχονται κατά την διάρκεια της εκπομπής από τον προσκεκλημένο αποτελούν προϊόν τέτοιας επέμβασης σε αρχείο, η οποία επέμβαση και η περαιτέρω μετάδοση του προϊόντος αυτής αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για την κατάφαση της ενοχής τελέσεως της κρίσιμης εν προκειμένω ως άνω αξιόποινης πράξης…». Τυχόν προσβολή της προσωπικότητας από τα αναφερόμενα σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική συνέντευξη, από ομιλούντα πρόσωπα ή τους συμμετέχοντες στη συνέντευξη (δηλαδή και από τον δημοσιογράφο), μπορεί να αντιμετωπισθεί επαρκώς με εφαρμογή των ειδικών περί ραδιοτηλεοπτικών μέσων καθώς επίσης και με εφαρμογή των γενικών περί προστασίας της προσωπικότητας διατάξεων.
β) Τηλεοπτική χρήση στοιχείων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα
Όσον αφορά στην διάδοση προσωπικών δεδομένων κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής, διαφορετική κρίνεται η περίπτωση της συλλογής, αποθήκευσης και μετέπειτα διάδοσης κάθε είδους στοιχείων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα όπως είναι τα έγγραφα, ηχογραφημένες κασέτες, βιντεοταινίες κτλ., η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997 και η νομιμότητα των παραπάνω επεξεργασιών εξετάζεται από την Αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία περιεχομένων σε διαρθρωμένο αρχείο προσωπικών δεδομένων. Ειδικότερα, όπως έχει αποφανθεί η Αρχή, η βιντεοκασέτα της μεταδιδόμενης εκπομπής (την οποία υποχρεούται να διατηρεί ο σταθμός κατ’ άρθρο 3 παρ. 12 ν. 2328/1995) λειτουργεί, έστω και σε υποτυπώδη μορφή, «ως αρχείο διαρθρωμένο σύμφωνα με ειδικά, όσον αφορά τα πρόσωπα, κριτήρια, διότι είναι ευχερής η πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνει, έστω με τη χρήση του μηχανικού μέσου του βίντεο». Ειδικότερα, «ως προς τη μετάδοση των στοιχείων μπορεί κανείς να εντοπίσει και να αναζητήσει οπτικά τα σημεία αυτά στη ροή της βιντεοταινίας, διότι ως πληροφορίες αποτελούν…», σε αντίθεση με την αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, ήτοι την έκφραση γνώμης, στο πλαίσιο συνεντεύξεως, «…ανεξάρτητα τμήματα αυτοτελή, ξένα προς το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η εκπομπή, με συνέπεια να αποτελούν οπτικά και ηχητικά προσωπικά δεδομένα». Στην ως άνω σύμφωνη με την κοινοτική Οδηγία ερμηνεία του προϊσχύοντος ορισμού του αρχείου, η Αρχή προέβη με τις υπ’ αριθμ. 24, 25, 26/2005 αποφάσεις της, με την οποίες έκρινε τη νομιμότητα της αυτούσιας προβολής ιδιωτικών τηλεφωνικών συνομιλιών στο πλαίσιο τηλεοπτικών δημοσιογραφικών εκπομπών που ερευνούσαν την ύπαρξη σοβαρών φαινομένων διαφθοράς στο χώρο της Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας. Η Αρχή, καταλήγοντας ότι κρίσιμο στοιχείο είναι η ευχερής πρόσβαση στα δεδομένα, έστω και με τη χρήση του οικείου μηχανικού μέσου αναπαραγωγής, διασφάλισε ότι η έννοια του αρχείου πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την προσβασιμότητα, χωρίς να αναζητείται η «ειδικότητα» των κριτηρίων, ώστε να μην συρρικνώνεται το επίπεδο της προστασίας.
Μετά την τροποποίηση της έννοιας του αρχείου, η Αρχή, κρίνοντας τη νομιμότητα τηλεοπτικής προβολής μαγνητοφωνημένων ιδιωτικών συνομιλιών, εξακολουθεί να θεμελιώνει με την ίδια αιτιολογία την ύπαρξη διαρθρωμένου αρχείου, στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 12 του ν. 2328/1995, αναφέροντας ότι το αρχείο το οποίο τηρούν οι τηλεοπτικοί σταθμοί για χρονικό διάστημα τριών μηνών και το οποίο περιλαμβάνει τις μεταδιδόμενες εκπομπές είναι πράγματι διαρθρωμένο και μάλιστα αυτοματοποιημένο αρχείο, η πρόσβαση στα δεδομένα του οποίου καθίσταται δυνατή τουλάχιστον με το κριτήριο του τίτλου της κάθε τηλεοπτικής εκπομπής, καθώς και με εκείνο της ημερομηνίας μετάδοσής της.
γ) Δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε εφημερίδα
ι) Στην περίπτωση δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων σε φύλλα εφημερίδας, η Αρχή εξετάζει την ύπαρξη διαρθρωμένου αρχείου για τη θεμελίωση της αρμοδιότητάς της. Όπως ρητώς αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. 26/2007 απόφαση της Αρχής, «ο νόμος εφαρμόζεται μόνο στα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε ″διαρθρωμένα αρχεία″ των εφημερίδων». Τα κριτήρια με βάση τα οποία διαρθρώνονται τα αρχεία πρέπει να είναι ειδικά και να αφορούν στα πρόσωπα που αναφέρονται τα δεδομένα, έτσι ώστε να επιτρέπεται η ευχερής πρόσβαση των ατόμων στα προσωπικά δεδομένα. Τα κριτήρια αυτά είναι ο τίτλος της εφημερίδας, η ημερομηνία κυκλοφορίας και ο αριθμός του συγκεκριμένου φύλλου, τα οποία επιτρέπουν την ευχερή πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα που έχουν δημοσιευθεί.
Τα ως άνω κριτήρια επικαλείται στην πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1567/2010 απόφασή του και ο Άρειος Πάγος στην υπόθεση «Ζαχόπουλου», με την οποία (απόφαση) κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι - μεταξύ άλλων - για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, με το οποίο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επέμβασης σε αρχείο προσωπικών δεδομένων ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσης. Ο Άρειος Πάγος, ερμηνεύοντας την έννοια του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, έκρινε ότι «τα προσωπικά δεδομένα (φωτογραφίες), που περιέχονται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο (βιντεοκασέτα, οπτικός δίσκος κ.λ.π.), κατ’ αρχάς όταν δεν είναι ομαδοποιημένα και ταξινομημένα με συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν την εύρεση, προβολή, επεξεργασία και γενικότερα χρήση του περιεχομένου τους ανά πάσα στιγμή με συγκεκριμένα κριτήρια και διαδικασίες σαφώς οριοθετημένες και προσδιορισμένες, δεν συνιστούν αρχείο με την έννοια του νόμου. Όταν όμως οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δημοσιευθούν σε εφημερίδα και ως εκ τούτου αποτελέσουν αρχείο αυτής, τότε συνιστούν σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση κατά την οποία οι προαναφερόμενες φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν στην παραπάνω εφημερίδα ″…″ και ως εκ τούτου αποτέλεσαν μέρος του αρχείου της, το οποίο στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι κατέστησαν προσιτό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα και συγκεκριμένα το αναγνωστικό κοινό, στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, η έννοια του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Από την παραπάνω αιτιολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά στα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο (κασέτα/βιντεοκασέτα/DVD), ο Άρειος Πάγος προέβη σε στενή ερμηνεία της έννοιας της «διάρθρωσης» ως προϋπόθεσης της ύπαρξης αρχείου. Σε αντίθεση με την Αρχή, η οποία κρίνοντας την νομιμότητα της τηλεοπτικής μετάδοσης μαγνητοφωνημένων ιδιωτικών συνομιλιών, θεώρησε ότι για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του αρχείου δεν απαιτείται η ύπαρξη αυστηρά τεχνικών κριτηρίων ταξινόμησης των προσωπικών δεδομένων, αλλά αρκεί η υφιστάμενη προσβασιμότητα σε αυτά και ως εκ τούτου έκρινε ότι η ένταξη των προσωπικών δεδομένων στις βιντεοκασέτες που οφείλει να τηρεί ο τηλεοπτικός σταθμός κατέτεινε στη δημιουργία ενός «έστω υποτυπώδους» αρχείου, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι τα προσωπικά δεδομένα που περιέχονται σε κάποιο αποθηκευτικό μέσο, δεν συνιστούν αρχείο με την έννοια του νόμου, όταν δεν είναι ομαδοποιημένα και ταξινομημένα με συγκεκριμένα κριτήρια.
ιι) Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στην εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων σε εφημερίδα, η χρήση των αυτοματοποιημένων μεθόδων είναι τόσο διαδεδομένη, ώστε συνήθως η έντυπη έκδοση να καταλαμβάνεται από την προϋπόθεση της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Όπως ρητώς αναφέρεται σε αποφάσεις της Αρχής, με τις οποίες κρίθηκε η δημοσίευση φωτογραφιών σε εφημερίδα, «…και όσον αφορά στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας αυτής, τα ευαίσθητα αυτά δεδομένα υπέστησαν κατά τη διαδικασία παραγωγής του εντύπου, που αποτέλεσε το μέσο διάδοσής τους σε έναν ευρύτατο κύκλο προσώπων, περισσότερες διαδοχικές διακριτές ηλεκτρονικές επεξεργασίες, όπως την ψηφιοποίησή τους μέσω ειδικών σαρωτών (scanners) – εφόσον οι φωτογραφίες αυτές δεν ήταν ήδη σε ψηφιακή μορφή – την καταχώρισή τους σε ηλεκτρονικό αρχείο, την περαιτέρω επεξεργασία τους ως εικόνων, προκειμένου να βελτιωθούν η ευκρίνεια και οι χρωματισμοί τους κτλ. Είναι προφανές ότι οι περισσότερες αυτές επεξεργασίες πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια των αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής της εφημερίδας αυτής, ως εντύπου».
Ωστόσο, προκαλεί προβληματισμό ως προς την ερμηνεία του νόμου από την Αρχή μετά την τελευταία τροποποίησή του, το γεγονός ότι εξακολουθεί να διερευνά την ύπαρξη διαρθρωμένου αρχείου για την εφαρμογή του νόμου και τη θεμελίωση της αρμοδιότητάς της σε περιπτώσεις που δέχεται ρητώς ότι πρόκειται για αυτοματοποιημένη επεξεργασία, οπότε και παρέλκει η εξέταση εάν υπάρχει αρχείο. Έτσι, η Αρχή παρόλο που δέχεται ότι η παραγωγή της εφημερίδας ως εντύπου γίνεται με τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων, διερευνά την ύπαρξη διαρθρωμένου αρχείου εκ μέρους της εκδοτικής εταιρείας – υπευθύνου επεξεργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι υπ’ αριθμ. 17/2008 και 18/2008 αποφάσεις της Αρχής, με τις οποίες κρίθηκε η νομιμότητα της δημοσίευσης σε φύλλα («Πρώτο Θέμα» και «Αυριανή») και στο διαδικτυακό τόπο εφημερίδας («Πρώτο Θέμα») σειράς φωτογραφιών που αφορούσαν αποκλειστικά σε στιγμές της ερωτικής ζωής του πρώην Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Πολιτισμού και της πρώην εργαζόμενης στις υπηρεσίες του ίδιου υπουργείου. Οι ως άνω αποφάσεις, αφού ρητώς αναφέρουν ότι η παραγωγή της εφημερίδας ως εντύπου γίνεται με τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων, διαλαμβάνουν στις αιτιολογίες τους ότι η εκδοτική εταιρεία «τηρεί αρχείο, που περιλαμβάνει όλα τα δημοσιευμένα φύλλα της εφημερίδας ″…″, όπου και βρίσκονται καταχωρημένα όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί στην εφημερίδα αυτή. Η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά καθίσταται δυνατή τουλάχιστον με το κριτήριο του αριθμού του κάθε φύλλου της εφημερίδας ″…″, καθώς και με εκείνο της ημερομηνίας κυκλοφορίας του. Εξάλλου στο διαδικτυακό τόπο της εφημερίδας αυτής η πρόσβαση του κάθε επισκέπτη στα τηρούμενα από την εν λόγω εκδοτική εταιρεία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται, επίσης, χάρη στα κριτήρια του αριθμού και της ημερομηνίας κυκλοφορίας του κάθε φύλλου της εφημερίδας. Και, επιπλέον, η πρόσβαση αυτή επιτυγχάνεται μέσω του ονόματος των υποκειμένων τους, χάρη σε ειδικό μηχανισμό αναζήτησης λημμάτων (λέξεων – κλειδιών), που είναι προσιτός σε κάθε επισκέπτη του τόπου αυτού». Βάσει των ανωτέρω αιτιολογιών, η Αρχή καταλήγει ότι η εκδοτική εταιρεία τηρεί αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Χαρακτηριστική είναι και η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 63/2010 απόφαση της Αρχής, όπου αναφέρεται ότι «ακόμα και αν θεωρηθεί η δημοσίευση σε εφημερίδα ως μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997, αφού τα αρχεία των εφημερίδων αποτελούν διαρθρωμένα αρχεία με την έννοια του ν. 2472/1997, διότι συνιστούν διαρθρωμένα σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που καθίστανται προσιτά με την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως π.χ. τίτλος, αρίθμηση και ημερομηνία του φύλλου της εφημερίδας (άρθρο 2 στοιχ. ε΄ του ν. 2472/1997, όπως ισχύει)».
Η ως άνω διερεύνηση του ζητήματος της υπάρξεως ή μη αρχείου σε περίπτωση που τα δεδομένα έχουν υποστεί αυτοματοποιημένη επεξεργασία, είναι αλυσιτελής, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται η πλήρωση της προϋπόθεσης της ύπαρξης «αρχείου» για την θεμελίωση της αρμοδιότητας της Αρχής και την εφαρμογή του νόμου, συνεπώς και η έλλειψη τήρησης αρχείου ως καταλυτικός ισχυρισμός μπορεί να προβάλλεται από τον καταγγελλόμενο μόνο επικουρικώς και για την περίπτωση που κριθεί ότι η επεξεργασία δεν έγινε με τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων.
IV. Συμπέρασμα
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια τόσο η Αρχή με σειρά αποφάσεών της όσο και η νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην θεμελίωση της έννοιας του αρχείου όταν κρίνεται η νομιμότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ συνήθως η έλλειψη τήρησης διαρθρωμένου αρχείου προβάλλεται ως καταλυτικός ισχυρισμός από τους «αμυνόμενους» εκπροσώπους των ΜΜΕ. Η ανάγκη θεμελίωσης της ύπαρξης διαρθρωμένου αρχείου για την εφαρμογή του νόμου στις περιπτώσεις μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, διευκολύνει την ανεμπόδιστη άσκηση της ελευθερίας του τύπου. Με τον τρόπο αυτό και δεδομένου ότι ο νομοθέτης με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 στοιχ. ε και 7 παρ. 2 στοιχ. ζ έχει χορηγήσει ένα a priori προβάδισμα στην προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, αποκαθίσταται σε ένα βαθμό και η ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων δικαιωμάτων, ήτοι του δικαιώματος πληροφόρησης του κοινού και του δικαιώματος πληροφορικής αυτοδιάθεσης. Σε κάθε περίπτωση, η προστασία των θιγομένων είναι δυνατή με τις γενικές διατάξεις περί προστασίας της προσωπικότητας, ακόμη και στο στάδιο της δημοσιογραφικής έρευνας, ιδίως όταν αναμένεται η προσβολή μέσω της δημοσιοποιήσεως των στοιχείων που συλλέγονται.
Συμπερασματικά, αν θεωρηθεί ότι μπορούν να εξαχθούν ορισμένες βασικές αρχές, όσον αφορά στην εφαρμογή του νόμου στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς, αυτές είναι οι εξής: Α) Στις περιπτώσεις μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, στο πεδίο εφαρμογής του νόμου υπάγονται πλέον μόνο τα προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε «διαρθρωμένα αρχεία» των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών (προϋπόθεση που πληρούται με τις τηρούμενες βιντεοκασέτες των μεταδιδόμενων εκπομπών) ή σε «διαρθρωμένα αρχεία» των εφημερίδων, ή ακόμα και σε προσωπικά αρχεία δημοσιογράφων ηλεκτρονικά ή μη ηλεκτρονικά, εάν είναι οργανωμένα με ειδικά κριτήρια που επιτρέπουν γρήγορη και εύκολη πρόσβαση στα δεδομένα. Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τα «μη διαρθρωμένα» δεδομένα, όπως αυτά που συγκεντρώνει ο δημοσιογράφος στο πλαίσιο ιδίως της δημοσιογραφικής έρευνας με σκοπό την άμεση δημοσιοποίησή τους για την ενημέρωση του κοινού, χωρίς προηγούμενη καταχώρηση σε οργανωμένο με ειδικά κριτήρια αρχείο. Από την επισκόπηση του συνόλου των αποφάσεων της Αρχής και των Ελληνικών Δικαστηρίων προκύπτει ότι υπάρχει κάποια δυσχέρεια στη θεμελίωση της έννοιας της διάρθρωσης, ως προϋπόθεσης της ύπαρξης αρχείου στις περιπτώσεις μη αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, ώστε να έχει εφαρμογή ο ν. 2472/1997 και συνακόλουθα να θεμελιώνεται αρμοδιότητα της Αρχής.
Β)Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα ΜΜΕ με χρήση αυτοματοποιημένων μεθόδων, ανεξαρτήτως της υπάρξεως διαρθρωμένου αρχείου. Στο επίπεδο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας επιβάλλεται η εφαρμογή του νόμου λόγω των κινδύνων που αυτή συνεπάγεται για την ίδια την αξία του ανθρώπου. Έτσι, η συλλογή εικόνας ή ήχου προσώπου, με χρήση κάμερας ή μαγνητοφώνου, με περαιτέρω επεξεργασία με χρήση ηλεκτρονικών και άλλων τεχνικών μηχανικών συστημάτων, καθώς και η μετέπειτα διάδοση των εν λόγω δεδομένων, ή αντίστοιχα η ψηφιοποίηση φωτογραφιών κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός εντύπου, ως μορφές επεξεργασίας, δεν μπορεί παρά να υπάγονται στην έννοια της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και στην εφαρμογή του νόμου ανεξαρτήτως της συνδρομής της προϋπόθεσης του αρχείου.
* Η παρούσα μελέτη αποδίδει παρέμβαση που παρουσιάστηκε στο 2ο πανελλήνιο συνέδριο που διοργάνωσε η Επιστημονική Ένωση Δικηγόρων «e-θέμις» με θέμα «Αντιμέτωποι με τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Προσωπικά Δεδομένα & Ηλεκτρονικό Εμπόριο & Ηλεκτρονικό Έγκλημα.» στις 11-12.2.2011 στην Αράχωβα.
Χριστίνα Αντ. Βρεττού, Δικηγόρος, Μ.Δ. Αστικού Δικαίου, Μ.Δ. Δημοσίου Δικαίου
Σε κάθε περίπτωση, η προστασία των θιγομένων είναι δυνατή με τις γενικές διατάξεις περί προστασίας της προσωπικότητας, ακόμη και στο στάδιο της δημοσιογραφικής έρευνας, ιδίως όταν αναμένεται η προσβολή μέσω της δημοσιοποιήσεως των στοιχείων που συλλέγονται.
Source/ Author:"Η τροποποίηση της έννοιας του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το Ν. 3471/2006 και οι συνέπειές της στην εφαρμογή του Ν. 2472/1997 στα δημοσιογραφικά αρχεία" | PDF Download