Τα όρια του οιονεί δικαιοδοτικού ελέγχου των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου
«Τα όρια του οιονεί δικαιοδοτικού ελέγχου των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο στάδιο εξέτασης των διαφορών που προκύπτουν από τον προσυμβατικό έλεγχο από το πρίσμα της απόφασης 505/2021 της Ελάσσονος Ολομέλειας»
Κατ’ άρθρ. 98 του Συντάγματος στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει μεταξύ άλλων ο έλεγχος συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει. («προσυμβατικός έλεγχος»).
Με τον ν. 4700/2020 «Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.» (Α’ 127) καταργήθηκε το παλαιό ΠΔ 1225/1981, τροποποιήθηκε σειρά διατάξεων του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013), στα πλαίσια θεσπίσεως ενός ενιαίου κειμένου δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, βελτιωτικών προτάσεων του Κώδικα, και θέσπισης ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου για τον προσυμβατικό έλεγχο που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο στα πλαίσια της συνταγματικής αρμοδιότητας του.
Στις οικείες διατάξεις του ν. 4700/2020, περιλαµβάνονται ρυθµίσεις για την άσκηση του προσυµβατικού ελέγχου (άρθρα 324 έως 327) και ρυθµίσεις για τις διαφορές από τον προσυµβατικό έλεγχο (άρθρο 328 έως 337). Ο προσυµβατικός έλεγχος ασκείται από Κλιµάκιο ή Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και είναι, όπως συνάγεται από τις ρυθµίσεις που αναφέρθηκαν, καθολικός υπό την έννοια ότι, πέραν των πληµµελειών που αναδεικνύονται µε την τελειωτική του ελέγχου πράξη, δεν διαπιστώθηκαν άλλες πληµµέλειες. Περαιτέρω, ο νοµοθέτης οργάνωσε ένα **οιονεί δικαιοδοτικό σύστηµα **εκδίκασης των διαφορών που προκύπτουν από την άσκηση του προσυµβατικού ελέγχου (βλ. σκέψη 6η), ώστε να δίδεται η δυνατότητα στην Αρχή και τον οικονοµικό φορέα που πλήττονται από την αρνητική κρίση του Κλιµακίου ή του Επιτρόπου να ζητήσουν να εξεταστεί, υπό εγγυήσεις δικαστικής προστασίας, η ορθότητα της εν λόγω αρνητικής κρίσης.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο προέβη στη χρήση της έννοιας «οιονεί δικαιοδοτικό σύστημα» καθότι έχει κριθεί ότι στις περιπτώσεις ελέγχου συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται, από την άποψη αυτή, με το Δημόσιο, δεν ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία αλλά διοικητικές αρμοδιότητες (ελεγκτικές και νομοπαρασκευαστικές) και δεν εκδίδει δικαστικές αποφάσεις που πρέπει να απαγγέλονται σε δημόσια συνεδρίαση και να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες, αλλά πράξεις που λαμβάνονται και απαγγέλλονται σε μη δημόσια συνεδρίαση και που μπορούν να μην είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Άλλως, ότι με την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής το Ελεγκτικό Συνέδριο ερευνά το περιεχόμενο του σχεδίου της σύμβασης και τη διαδικασία που προηγήθηκε για την κατάρτιση της, προκειμένου να εξετάσει αν είναι νόμιμα. Στην περίπτωση αυτή το Ελ. Συνέδριο δεν ενεργεί ως δικαστήριο, ούτε διεξάγει δίκη, ούτε επιλύει διαφορές υποκαθιστάμενο στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων, η δε εκδιδόμενη από αυτό “πράξη” δεν είναι απόφαση δικαιοδοτούντος οργάνου (δικαστική απόφαση). Τα ανωτέρω δεν αναιρούν, βέβαια, το γεγονός ότι οι σχετικές Πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά την άσκηση προσυμβατικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, είναι δεσμευτικές για τη Διοίκηση, καθόσον εάν ο έλεγχος αποβεί αρνητικός, κριθεί δηλαδή ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της σύμβασης που έχει αποσταλεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο από την αναθέτουσα αρχή, η τελευταία δεν μπορεί να προχωρήσει στη σύναψη αυτής.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο στη σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι το αρμόδιο Τμήμα το οποίο θα επιληφθεί μίας αιτήσεως ανακλήσεως[4] στα πλαίσια εξέτασης διαφορών που αναφύονται στο στάδιο του προσυμβατικού ελέγχου, οφείλει, ως κάθε δικαιοδοτικό όργανο, να περιορισθεί κατ’ αρχήν στην εξέταση των προβαλλόµενων ενώπιον αυτού λόγων ανάκλησης [nonultrapetita εξέταση], µόνον δε κατ’ εξαίρεσιν, κατά τα γενικώς κρατούντα επί δικών, δύναται το ίδιο οίκοθεν να εγείρει, συντρέχοντος λόγου δηµόσιας τάξης, λόγο αυτεπαγγέλτως ερευνώµενο. Η ως άνω κρίση είναι σύμφωνη με την αρχή του μη αιφνιδιασμού των διαδίκων και της δυνατότητας άμυνας στα πλαίσια πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας κατ’ άρθρ. 20 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την απόφαση το επιληφθέν Τμήμα, δεν νομιμοποιείται να αναδεικνύει, μέσω αυτεπάγγελτης έρευνας του πραγµατικού, νέους διακωλυτικούς λόγους σύναψης της σύµβασης που δεν αναφέρονται στην πράξη του Κλιμακίου το οποίο διενήργησε τον προσυμβατικό έλεγχο.
Από την σχολιαζόμενη απόφαση αφήνεται να εννοηθεί ότι οι «λόγοι δημόσιας τάξης» είναι μία αόριστη νομική έννοια, η οποία κρίνεται ad hoc, εν όψει του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και του βαθμού της σοβαρότητας αυτού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο 173 ν. 4700/2020 περί λόγων αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενων επί αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Ελ. Συνεδρίου, ως λόγοι δημόσιας τάξης ορίζονται- ενδεικτικά- ιδίως αυτοί που αναφέρονται στη διάκριση των δικαιοδοσιών και το ανίσχυρο λόγω αντισυνταγματικότητας της εφαρμοσθείσας διάταξης νόμου.
Mεταφορτώστε το πλήρες κείμενο εδώ
Σύμφωνα με την απόφαση το επιληφθέν Τμήμα, δεν νομιμοποιείται να αναδεικνύει, μέσω αυτεπάγγελτης έρευνας του πραγµατικού, νέους διακωλυτικούς λόγους σύναψης της σύµβασης που δεν αναφέρονται στην πράξη του Κλιμακίου το οποίο διενήργησε τον προσυμβατικό έλεγχο.
Source/ Author:Ζέτα Ζυγούρη