Σύμβαση έργου- Δικαίωμα υπαναχώρησης, εφόσον ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή επιβραδύνει την εκτέλεσή του. (ΑΚ 686 εδ.΄α)
Η διάταξη του άρθρου 686 εδ.α΄ ΑΚ παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου στην περίπτωση, που, λόγω της μη έγκαιρής έναρξης ή επιβράδυνσης εκτέλεσης του έργου, προβλέπεται με βεβαιότητα, πριν την παρέλευση του χρόνου παράδοσης του αναληφθέντος έργου, ότι ο εργοδότης δεν θα κατορθώσει να το αποπερατώσει εγκαίρως.
Ειδικότερα, παρέχεται στον εργοδότη, σε χρόνο προ του ληξιπροθέσμου της παροχής, το δικαίωμα της διαταξης 686 εδ.α΄, ήτοι της υπαναχώρησης από την σύμβαση, που αποτελεί «ειδικά ρυθμισμένη περίπτωση πλημμελούς εκπλήρωσης, με την ειδικότερη μορφή της εκ των προτέρων αθέτησης της σύμβασης». Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης 686 εδ. α΄ ΑΚ είναι οι εξής:
1/ Η μη έγκαιρη έναρξη ή η επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου. Για μη έγκαιρη έναρξη της εκτέλεσης του έργου ομιλούμε, όταν ο εργολάβος δεν έχει αρχίσει την εκτέλεση του έργου κατά το συμφωνημένο χρόνο. Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών, οχρόνος έναρξης προσδιορίζεται από τον εφαρμοστή του δικαίου, βάσει της αρχής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (200, 288 ΑΚ), συνεκτιμωμένου του χρόνου εντός του οποίου πρέπει να περατωθεί το έργο.(ίδετε σχετικές ΕφΠειρ 61/2018, ΑΠ 1393/2012, ΑΠ 1772/2007). Επιβράδυνση εκτέλεσης υπάρχει όταν ο εργολάβος δεν τηρεί το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου που συμφωνήθηκε ή το ρυθμό εκτέλεσης, που βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (200, 288 ΑΚ) απαιτείται για την κατασκευή παρόμοιων έργων. Πιο συγκεκριμένα, ελλείψει συμφωνίας των μερών, ο χρόνος αυτός προσδιορίζεται από το δικαστήριο, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 323 ΑΚ (ΑΠ 1393/2012, ΑΠ 1772/2007).
2/ Η έλλειψη υπαιτιότητας του εργοδότη.
3/ Η αδυναμία έγκαιρης περάτωσης του έργου.
4/ Η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση είναι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης;
Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στη νομολογία (ίδετε πρόσφατες αποφάσεις 1347/2019 ΑΠ και ΕφΠειρ 61/2018) και στη θεωρία, για την εφαρμογή της διάταξης, αρκεί και καθυστέρηση που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Έτσι, η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και όταν η μη έγκαιρη έναρξη ή η επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου οφείλεται σε τυχαία περιστατικά που κείνται εκτός της σφαίρας επιρροής του εργοδότη.
Έχει διατυπωθεί ωστόσο και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο εργολάβος ευθύνεται για την καθυστέρηση κατ’ αρ. 686 εδ.α΄ΑΚ, μόνο αν βαρύνεται με πταίσμα. (βλ. Α. Βαλτούδης, Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ, σελ. 74 επ, Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2011σελ. 375.)
Συντρεχουσών των ανωτέρω προϋποθέσεων, και, εφόσον τα μέρη δεν έχουν θέσει διαφορετικές προϋποθέσεις στη μεταξύ τους συμφωνία, δεδομένου του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης του αρ. 686 εδ. α΄ΑΚ, παρέχεται στον εργοδότη το δικαίωμα «προτερόχρονης υπαναχώρησης» από τη σύμβαση έργου.
Πρόκειται περί νόμιμης υπαναχώρησης, στην οποία, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη συμβατική υπαναχώρηση (387 §2 ΑΚ). Δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010).
Η υπαναχώρηση συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρή, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1759/2009). Ο ασκών το δικαίωμα υπαναχώρησης εργοδότης θα πρέπει στη σχετική δήλωσή του να συμπεριλάβει τον λόγο της υπαναχώρησης, διαφορετικά, η σχετική δήλωση βούλησής του, θα ισχύσει κατά μετατροπή (182 ΑΚ) ως καταγγελία της σύμβασης έργου, κατ’ αρ. 700 ΑΚ. (βλ. 697/2019 ΑΠ), συνεπώς θα πρέπει να αναφέρεται ο λόγος υπαναχώρησης, τόσο για να μπορέσει ο εργολάβος να αμυνθεί, αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση του άρθρου 686 εδ. α` ΑΚ ή για την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ.
Ως προς τα αποτελέσματα της άσκησης τους δικαιώματος υπαναχώρησης, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επόμ ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 997/2010, ΑΠ 1031/2004).
Έτσι, ο μεν εργοδότης οφείλει να επιστρέψει το τυχόν εκτελεσθέν τμήμα του έργου, ο δε εργολάβος την αμοιβή που έλαβε μέχρι την υπαναχώρηση, καθώς και ό,τι ο εργοδότης του παρέδωσε για την εκτέλεση του έργου (υλικά, το πράγμα επί του οποίου εκτελούσε το έργο). Στην περίπτωση αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου, ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ίδετε ΑΠ 77/2011).
Στην περίπτωση που εκτελέστηκε ένα μόνο μέρος του έργου, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα, εφόσον έχει έννομο συμφέρον να υπαναχωρήσει μόνο σε σχέση με το τμήμα του έργου, που δεν έχει εκτελεστεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οφείλοντας στην περίπτωση αυτή μόνο αντίστοιχη αμοιβή για τις εργασίες, που μέχρι το χρόνο εκείνο εκτελέστηκαν. Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης, αφού ισχύει για το μέλλον και δεν θίγει τη σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου, που εκτελέστηκε μέχρι την άσκησή της (ΑΠ 1376/2012, ΑΠ 1495/2011, ΑΠ 1035/2010).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση μη έγκαιρης έναρξης ή εκτέλεσης του έργου, έχει το δικαίωμα, αντί να ασκήσει το δικαίωμα «προτερόχρονης υπαναχώρησης», σύμφωνα με το εδ. α΄ της 686 ΑΚ, να αναμείνει το χρόνο παράδοσης του έργου και να ασκήσει τα δικαιώματά του από την υπερημερία του εργολάβου.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο εργοδότης, σε περίπτωση μη έγκαιρης έναρξης ή εκτέλεσης του έργου, έχει το δικαίωμα, αντί να ασκήσει το δικαίωμα «προτερόχρονης υπαναχώρησης», σύμφωνα με το εδ. α΄ της 686 ΑΚ, να αναμείνει το χρόνο παράδοσης του έργου και να ασκήσει τα δικαιώματά του από την υπερημερία του εργολάβου.
Source/ Author:Βασιλική Δ. Βλάχου