Η ειδησεογραφική κάλυψη των ποινικών υποθέσεων από τα ΜΜΕ και η επίδρασή τους στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου
Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης κι αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης. Καθίσταται έκδηλη η ανάγκη θωράκισης του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου στο σύγχρονο ποινικό δικονομικό δίκαιο, που έχει βρεθεί πολλάκις επί τάπητος λόγω των αλλεπάλληλων δικονομικών παραβιάσεων που λαμβάνουν χώρα.
H αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
H Ευρωπαϊκή Ένωση επεδίωξε την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας με την έκδοση της Οδηγίας 2016/343. Με τη θέσπιση των κοινών ελάχιστων κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων και κατηγορουμένων η άνωθι Οδηγία αποσκοπεί στο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών και εν τέλει να συμβάλει στη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Είναι αδιαμφισβήτητο πως η Οδηγία εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινικές διαδικασίες, ενώ δεν εφαρμόζεται στα νομικά πρόσωπα αφ’ενός σεβόμενη τις νομικές παραδόσεις των κρατών-μελών που έχουν επιλέξει να μην αναγνωρίζουν ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων και αφ’ετέρου λαµβάνοντας υπόψη ότι το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι τα νοµικά πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείµενα των δικαιωµάτων που απορρέουν από το τεκµήριο αθωότητας µε τον ίδιο τρόπο όπως τα φυσικά πρόσωπα.
Τυγχάνει δε εφαρμογής από τη στιγμή που ένα πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης και, κατά συνέπεια, ακόμα και πριν το εν λόγω πρόσωπο ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρείται ύποπτο ή ότι κατηγορείται, προϋποτίθεται ,όμως, η ύπαρξη «κατηγορίας ποινικής φύσης». Εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας μέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση ως προς το αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και να καταστεί η εν λόγω απόφαση οριστική. Σύμφωνα με τη σκέψη 48 του Προοιμίου της Οδηγίας παρέχεται ένα «minimum» δικονομικής προστασίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το εσωτερικό δίκαιο κάθε έννομης τάξης που ενσωματώνει την Οδηγία δεν παρακωλύεται να προσδώσει μεγαλύτερο εύρος προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας.
Έτσι συνέβη με την ελληνική έννομη τάξη. Στην ελληνική έννομη τάξη η άνωθι Οδηγία έχει ενσωματωθεί με τον Ν. 4596/2019 από τον Φεβρουάριο του έτους 2019. Στο άρθρο 5 του νόμου αυτού ορίζεται το χρονικό σημείο μέχρι το οποίο ισχύει το τεκμήριο αθωότητας, ήτοι: α) η περάτωση της διαδικασίας με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα, αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει κατηγορούμενος, ή β) η θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή η απόρριψη της έγκλησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει απλώς ύποπτος. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται πως ο Έλληνας νομοθέτης παρέχει τη μέγιστη δυνατή προστασία στα δικαιώματα του φερόμενου ως υπαίτιου μίας αξιόποινης πράξης. Παρατηρείται, λοιπόν, πως ο Έλληνας νομοθέτης ερμηνεύει με τέτοιον τρόπο το περιεχόμενο της Οδηγίας ώστε να προσδίδεται στον εκάστοτε φερόμενο δράστη χρονικά ευρύτερα εχέγγυα δικονομικής προστασίας, αφού ορίζεται ως χρόνος λήξης της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας το «αμετάκλητο» της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος στην περίπτωση ήδη ασκηθείσας ποινικής δίωξης. Αυτό δε πιστοποιείται από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4596/2019 κατά την οποία ο όρος «final» ισοδυναμεί με το απρόσβλητο της απόφασης με ένδικα μέσα. Ήδη, άλλωστε, το ΕΔΔΑ έχει καταστήσει σαφές πως δε θα ήταν ανεκτό να μην εκτείνεται η προστασία του άρθρου 6παρ2 της ΕΣΔΑ ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εκ μόνου του λόγου ότι ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί πρωτοβάθμια, καθώς αυτή η θέση θα αντιστρατευόταν τη φύση της έφεσης.
Σε πλήρη συμμόρφωση με τα ανωτέρω αναλυτικώς περιγραφόμενα εισήχθη στον ελληνικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το άρθρο 72Α ΚΠοινΔ περί τεκμηρίου αθωότητας σύμφωνα με το οποίο «Οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.» Εντούτοις, με τις τελευταίες τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας των Ν. 4620/2019 και Ν. 4637/2019 το τεκμήριο αθωότητας με το ίδιο περιεχόμενο αποτυπώνεται πλέον στο άρθρο 71ΚΠοινΔ.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν το τεκμήριο αθωότητας μένει αλώβητο στην καθημερινή ζωή ή αν παραμένει απλώς μία χάρτινη διακήρυξη. Κι εν προκειμένω κατά πόσο είναι θεμιτό να επιτρέπεται η ειδησεογραφική κάλυψη μίας ποινικής δίκης , αλλά και σε χρονικά προγενέστερο στάδιο κατά πόσο είναι νομότυπο να εκφέρονται κρίσεις για την ενοχή ή μη των φερόμενων υπαιτίων αξιόποινων συμπεριφορών. Μολονότι θα μπορούσε κανείς εκ προοιμίου να αποφανθεί θετικά εστιάζοντας στα άρθρα 5Α και 14παρ.1 του ελληνικού Συντάγματος συνδυαστικά με το άρθρο 93παρ.2 φρόνιμο είναι να δεχθούμε πως η ελευθερία του πληροφορείσθαι επιτρέπει την πρόσβαση στις πηγές πληροφοριών που είναι «γενικά προσιτές». Η θέση περί προστασίας του υπαιτίου από τη δημοσιογραφική κάλυψη των ποινικών υποθέσεων έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί στην γερμανική έννομη τάξη. Αναφερόμαστε στην από 24-01-2001 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την κρίση του οποίου «οι δίκες γίνονται με δημοσιότητα, αλλά όχι χάριν δημοσιότητας». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κρίνεται αναγκαίο να γίνεται διάκριση ανάμεσα στις κρίσεις που ‘’προεξοφλούν’’ την ενοχή του φερόμενου ως δράστη και σε αυτές που απλώς αντανακλούν υποψίες.
Στον ελληνικό, όμως, χώρο η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας από τα ΜΜΕ πατάσσεται καθημερινά στο βωμό της δημοσιότητας, αν αναζητήσει κανείς τα πρόστιμα που κατά καιρούς έχει επιβάλει το ΕΣΡ και τις καταδίκες της Χώρας από το ΕΔΔΑ. Τα πράγματα καθίστανται ακόμη δυσχερέστερα όταν δεν προσβάλλεται απλώς το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά συγχρόνως όταν σε ορισμένα αδικήματα τα μέσα πληροφόρησης διεισδύουν σε τόσες λεπτομέρειες ώστε να συντρέχει παράλληλα ένας είδος «δευτερογενούς θυματοποίησης» για τους παθόντες. Όταν οι διάδικοι των ποινικών υποθέσεων προσλαβάνουν ρόλους «θεατρικούς» μέσω των αναπαραστάσεων των ΜΜΕ στον βωμό αυτού πού είθισται σήμερα να αποκαλείται «λαϊκού αισθήματος».
Αν όλα αυτά προκαλούν ανησυχητικές παρεκβάσεις, ας μετατοπισθεί πάραυτα το κέντρο βάρους στις πράξεις εκείνες που ακόμη δεν έχουν κριθεί από τους αρμόδιους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, όπου δεν έχει λάβει χώρα η αποδεικτική διαδικασία, αλλά ήδη από το σημείο έναρξης της είδησης ο «δράστης» έχει κριθεί ένοχος από το κοινό.
Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να απαγγέλλονται εν ονόματι του λαού (άρθρο 26 παρ. 3 Συντάγματος) και να στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνον στις αποδείξεις. Η επίδραση που ασκούν τα ΜΜΕ αφήνει χώρο για αμφισβητήσεις και καταδεικνύει μία άμεση καταστρατήγηση του τεκμηρίου αθωότητας. Ανεξαρτήτως της ύπαρξης τριτενέργειας του τεκμηρίου αθωότητας, που δεν κρίνεται σκόπιμο να σχολιασθεί εκτενώς στο παρόν, στην ελληνική έννομη τάξη ισχύουν διατάξεις που κατοχυρώνουν ευθέως το τεκμήριο και δεσμεύουν τους λειτουργούς της ραδιοτηλεόρασης. Από μία ανασκόπηση της νομολογίας του Ε.Σ.Ρ, έχουν υπάρξει αρκετές αποφάσεις που διαπιστώνουν παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας κατά τη διάρκεια εκπομπών ή δελτίων ειδήσεων, που παρουσιάζουν την ενοχή του κατηγορουμένου ως δεδομένη.
Πάντα τα φώτα της δημοσιότητας θα είναι στραμμένα σε πολύκροτες υποθέσεις. Η μαζική αναπαραγωγή και λογοκλοπή αποτελούν συνηθισμένη πρακτική στην κάλυψη των ποινικών υποθέσεων. Πώς πρέπει να ενισχυθεί το τεκμήριο αθωότητας έναντι σε αυτές τις τακτικές. Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Κάθε νομοθετική επιλογή, όπως η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 στην ελληνική έννομη τάξη, είναι θεμιτή. Όμως, δεν πρέπει να μένουμε εκεί. Να θεσπισθούν ειδικά ποινικά αδικήματα και να οδηγηθούμε σε μία επί ποινή απαγόρευση κάθε δήλωσης στα Μ.Μ.Ε που θα επηρεάσει την έκβαση της ποινικής δίκης όπως σε άλλες χώρες; Η’ μήπως να μετατρέπουμε την δικονομική αυτή παραβίαση σε μία χρηματική αξίωση υπό το έμβλημα της αποζημίωσης με την πρόβλεψη κατωτάτων ορίων;
Είναι αυτά θεμιτά υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας; Τα ερωτήματα πολλά. Η συζήτηση μεγάλη. Δεν αρκούν μεμονωμένες νομικές προσεγγίσεις. Απαιτείται τήρηση της μυστικότητας της προδικασίας, αναβάθμιση της δικαστικής δημοσιογραφίας, τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, δικαστική αμεροληψία και διαπαιδαγώγηση του πολίτη. Το ΕΔΔΑ μέσω της νομολογίας του κατάφερε να αναγάγει το τεκμήριο αθωότητας από δικονομική εγγύηση σε στοιχείο της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Πρόθεση του δικαστή του Στρασβούργου ήταν σε τελευταίο στάδιο να καταστήσει σαφή την αυστηρή κατανομή των εξουσιών σε ένα κράτος δίκαιου, ώστε μοναδικό αρμόδιο θεσμικά όργανο για να κρίνει την ποινική ευθύνη ενός ανθρώπου να είναι το ποινικό δικαστήριο.
H αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Source/ Author:Βασιλική Ι. Σγάντζου